Γράφει
ο Κίτσος ο Αθαμάνας
«Χριστός
Ανέστη εκ νεκρών…»
Η
βαριά, μπάσα και καταταλαιπωρημένη, απ’ όλη την εβδομάδα των Παθών, φωνή του
παπά Σπύρου, ακούστηκε σ’ όλη την πλατεία του χωριού. Ο αχός διάβηκε το ποτάμι
κι έφτασε στον άλλο μαχαλά. Η νύχτα έφεξε από τα βεγγαλικά και τα βαρελότα που
έσκαγαν δίπλα, στα πόδια του παπά. Αυτός συνεπαρμένος από το μυστήριο της
Ανάστασης συνέχιζε απτόητος ψέλνοντας το «θανάτω θάνατον πατήσας».
Στις
ανθισμένες ακακίες που περιζώνουν την πλατεία και στον αγέρωχο πλάτανο που
κυριαρχεί στο κέντρο της κρεμάστηκε μια άφατη χαρμοσύνη. Κι εγώ, χωρίς να το
καταλάβω, θυμήθηκα τον Σολωμό.
Χριστὸς
ἀνέστη ! Νέοι, γέροι καὶ
κόρες,/
ὅλοι, μικροὶ
μεγάλοι,
ἑτοιμαστεῖτε•
/μέσα
στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες /μὲ
τὸ φῶς
τῆς χαρᾶς
συμμαζωχτείτε•
/ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες /ὀμπροστὰ
στοὺς Ἁγίους
καὶ φιληθεῖτε•/
φιληθεῖτε γλυκὰ
χείλη
μὲ χείλη, /πέστε «Χριστὸς
Ἀνέστη» ἐχθροὶ καὶ
φίλοι.
Γρήγορα,
όμως, διέκοψα. Παραβιάζω, σκέφτηκα, την ιερότητα της στιγμής.
Η
συνέχεια επί της πλατείας. Ο παπάς τέλειωσε τη λειτουργία στην πλατεία. Πήγε
στην εκκλησία για τη συνέχεια…
Δεν τον
ακολούθησαν όλοι οι πιστοί. Εμείς, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε και ευχήθηκε ο
ένας στον άλλον να είναι πάντα ευτυχισμένος. Οι γυναίκες κρατώντας τις
αναμμένες λαμπάδες που εξέπεμπαν το ανέσπερο φως, έφυγαν για τα σπίτια. Βάδιζαν
με βήμα αργό, ιερό και είχαν μορφή συνεσταλμένη.
Αυτό
ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της επιστροφής τους. Λες και έβλεπες αγίες σε
πορεία.
Και
μεις, τα αρσενικά, όπως θα έλεγε και η γιαγιά μου, που είχαμε γίνει «κρούνες»
από το τσίπουρο στα μαγαζί του μπάρμπα Μήτσου, παραβιάζοντας όχι μόνο την
ιερότητα της ημέρας, αλλά και τα έθιμα του Μεγάλου Σαββάτου, που όριζαν
αποκλειστικότητα, λάχανα αλευρωμένα, τα οποία βέβαια λειτουργούσαν σαν είδος
καθαρτικού, μάς θύμισαν το δημοτικό άσμα το οποίο αρχίσαμε αμέσως να
τραγουδάμε:
«Φέξε
μου φεγγαράκι μου να πάω στην αγάπη μου/Φέξε ψηλά και χαμηλά, γιατί είναι
λάσπες και νερά».
Μία που
το άκουσε και συνεπαρμένη από την ιερότητα της στιγμής, αυτομάτως απάντησε.
«Τώρα κι άλλ' μια φορά. Πέρασε η μπογιά σας. Τι να περιμέν' κανένας από σας.
Σάνταλα μάνταλα και τρύπια κολοκύθια. Άει μαζευτείτε στο σπίτ' να γρουδιάσετε.
»
Και
πήγαμε στο σπίτι, φάγαμε «τον αγλέρουρα», ήπιαμε έναν Βόσπορο και «πέσαμε για
ύπνο», ναρκωμένοι για τα καλά, έμπλεοι χαράς και ανακούφισης για τη θεία
Ανάσταση του Κυρίου, αφού περιφανώς πάτησε τον θάνατο.
«Θανάτω θάνατον πατήσας!»
Η νίκη
του θανάτου!
Όχι, όπως
τον νίκησαν οι αγωνιστές της Αντίστασης.
«Δεν
είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια/ εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να
στέκει ο Χάρος/ Εδώ σηκώνετ' όλ' η γη με τους αποθαμένους/ και με τον ίδιο
θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι
απάνω - απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους,/ φωτάει με μιας Ανάσταση,
ξεσπάει αχός μεγάλος./ Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες/ -
χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια,- / κ' είν' οι νεκροί στα
ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες».
Δεν
αντιμετωπίζεται η «ζέουσα πραγματικότητα» με θάνατο. Δεν καταλαβαίνει η ανεργία
από τυχόν νίκες του θανάτου. Δεν χαμπαριάζει η πείνα και η δυστυχία, η
εγκατάλειψη και η φτώχεια από τους «θρηνητικούς γλυκασμούς εωθινών κορασίδων».
Γιατί,
αν ήταν έτσι, «θανάτω θάνατον πατήσας», ο άνθρωπος θα εξοπλιζόταν με την ελπίδα
ότι υπάρχει ένας τρόπος για να νικηθεί η «ήττα» με την «ήττα», άρα η υποταγή με
την υποταγή.
Όχι δεν
είναι έτσι. Ο θάνατος οδηγεί στη ζωή. Στο στόμα της μαυροφορεμένης μάνας, που
θρηνεί το σκοτωμένο παιδί της - έναν εργάτη - ο ποιητής βάζει τους παρακάτω
στίχους:
«Λίγο
ψωμάκι ζήτησες και σου 'δωκαν μαχαίρι,/ τον ίδρωτά σου ζήτησες και σου 'κοψαν
το χέρι»... «Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι,/γιε μου στις
φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε».
Γ.
Ρίτσος, Επιτάφιος
Τα
λόγια του ποιητή δεν είναι παρά η έκφραση της πίστης του στην Ανάσταση.
Μια Ανάσταση, όμως, που δεν αφορά στον
μεμονωμένο άνθρωπο, αλλά στην κοινωνία, που δεν οδηγεί στην «Επουράνια
Βασιλεία», αλλά στην «Επίγεια Δημοκρατία».
Συμπέρασμα:
Ο θάνατος δεν «πατιέται» με το θάνατο. Με τη ζωή «πατιέται» και την αντίσταση.
Να, το
αναστάσιμο μήνυμα.
«Ίσως
στερηθώ το ψωμί μου. Ίσως το στρώμα ξεπουλήσω και τα ρούχα μου. Ίσως δουλέψω
σκουπιδιάρης, πετροκόπος και χαμάλης. Ίσως να σωριαστώ γυμνός και πεινασμένος
εχθρέ του ήλιου, αλλά δεν παζαρεύω κι ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου θα
αντιστέκομαι, θα αντιστέκομαι, θα αντιστέκομαι...»
Σαμίχ Κασέμ