''Η δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας(
1913-2001)'', είναι ένα βιβλίο, που με την διευρυμένη θεματογραφία του και
την επιστημονική προσέγγισή, αποτελεί μεθοδολογικά παράδειγμα έρευνας μιας
τοπικής κοινωνίας. Συνεπώς, είναι χρήσιμο όχι μόνον για όσους ενδιαφέρονται
ειδικά για την ιστορία της Φιλιππιάδας, αλλά γενικότερα για όσους ασχολούνται
με την τοπική ιστορία, τον πολιτισμό των επιμέρους περιοχών. Άλλωστε, η μελέτη
της ιστορίας επιβάλλεται να στρέφει την προσοχή της στην ανάδειξη της τοπικής
κληρονομιάς, κάτι που τα τελευταία χρόνια γίνεται πράξη σε αρκετές περιοχές της
χώρας μας, με την έκδοση τοπικών περιοδικών ή αυτοτελών εκδόσεων, όσο φυσικά οι
οικονομικές συνθήκες επιτρέπουν.
Η έκδοση του εν λόγω βιβλίου ενισχύει
γενικότερα τις προσπάθειες για την ύπαρξη μνήμης και για την διαφύλαξη της
παράδοσης, ιδιαίτερα σε μία εποχή απαισιόδοξη, σε μία εποχή ασταθή και ως εκ
τούτου επικίνδυνη. Χωρίς αμφιβολία, λοιπόν, είναι μία αξιέπαινη δουλειά αυτή
του Δημήτρη Κολιού, όχι μόνο εκδοτικά, αλλά και συμβολικά, σε επίπεδο ακόμη και
κοινωνικής ηθικής, καθώς βοηθάει, σε όποιο βαθμό, το σύγχρονο πολίτη που
διαβάζει το βιβλίο να «αντισταθεί» και να μη φθαρεί.
Τα μηνύματα αυτής της έκδοσης και κάθε άλλης
σχετικής έκδοσης είναι πολύ περισσότερα και πολύ μεγαλύτερα από ότι μπορεί να
διαπιστώσει κανείς δια γυμνού οφθαλμού. Για τους λόγους αυτούς, τα συγχαρητήρια
δεν ανήκουν μόνον στον συγγραφέα κύριο Δημήτρη Κολιό, αλλά και σε αυτούς που
συνέβαλαν στην έκδοση του βιβλίου, όπως εν προκειμένω στον επιμελητή της
έκδοσης Μίχαελ Στορκ, στην Βιομηχανία
Γάλακτος Ηπείρου Καράλης με την ευγενική της χορηγία για την έκδοση του βιβλίου
και στον Σύλλογο Φιλιππιαδιωτών Αθήνας και την εξαίρετη Πρόεδρο Τζένη Κωστούση,
για την πρωτοβουλία παρουσίασης του βιβλίου στην ηπειρώτικη αποδημία της
Αττικής''.
Αυτά
τόνισε, μεταξύ των άλλων, χαιρετίζοντας την εκδήλωση-παρουσίαση του βιβλίου ''Η
δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας( 1913-2001)'' του ιστορικού Δημήτρη Κολιού,
ο Αντιπρόεδρος της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος Κώστας Κωνής, στο Πνευματικό Κέντρο Ηπειρωτών, στην Αθήνα.
Μιά εκδήλωση που διοργανώθηκε από τον Σύλλογο Φιλιππιαδιωτών Αττικής, υπό την
αιγίδα της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος, το Σάββατο 12 Δεκεμβρίου
2015.
Είναι
ολοφάνερο ότι ο συγγραφέας Δημήτρης Κολιός
αφιέρωσε πολύ χρόνο προκειμένου να συγκεντρώσει, να επεξεργαστεί και να
αναλύσει το τεκμηριωτικό υλικό της μελέτης του. Το ζήτημα με το οποίο
καταπιάνεται καλύπτει, ένα κενό στην ιστοριογραφία της περιοχής και γενικότερα
της Ηπείρου. Αξιοποιώντας την κεκτημένη γνώση για την ιστορία της περιοχής,
προσφέρει μια μελέτη η οποία προάγει ουσιαστικά τη γνώση του πρόσφατου
παρελθόντος της, πολύ χρήσιμη τόσο για την επιστημονική κοινότητα όσο και για
γι' αυτούς που θέλουν να γνωρίσουν την ιστορία του τόπου.
Πράγματι η μελέτη του Δημήτρη Κολιού είναι γραμμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιεί και τον επιστήμονα που ενδιαφέρεται γι' αυτά τα ζητήματα, αλλά και τον απλό αναγνώστη. Με όλους τους κανόνες της επιστημονικής δεοντολογίας, πιο συγκεκριμένα της ιστορικής δημογραφίας, ταυτόχρονα όμως με ένα στυλ γραφής πολύ κατανοητό από τον καθένα. Πρόκειται για έναν δύσκολο συνδυασμό που δεν τον συναντούμε πάντα στα επιστημονικά πονήματα.
Το ερμηνευτικό πλαίσιο που επιλέγει ο Δημήτρης Κολιός για να εξετάσει τη δημογραφική εξέλιξη της περιοχής Φιλιππιάδας είναι αυτό που θεωρείται από τους ειδικούς ως το καλύτερο για τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους ζητημάτων. Η δομή του βιβλίου, όπως αυτή διαγράφεται στην εισαγωγή, είναι σαφής και ανταποκρίνεται απολύτως στον στόχο που έθεσε κατά τη συγγραφή του. Όπως σημειώνει ο ίδιος, «βασικός στόχος του παρόντος βιβλίου είναι η παρουσίαση, ανάλυση και κατανόηση της δημογραφίας της Φιλιππιάδας -στο πλαίσιο των εκάστοτε διοικητικών ορίων της επαρχίας, κοινότητας και δήμου- και των χωριών που υπάγονταν σ' αυτήν, κατά τον 20ό αιώνα, με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τις επίσημες απογραφές του Ελληνικού Κράτους».
Ακολουθώντας μία πολύ βασική αρχή της σύγχρονης ιστοριογραφίας, την οποία εισηγήθηκε η Γαλλική Σχολή των Annales, εξετάζει στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης του τη γεωγραφία της περιοχής προκειμένου να γίνει κατανοητό πώς το ανάγλυφο, οι γεωμορφολογικές δηλαδή ιδιαιτερότητες του τόπου και το κλίμα επηρέασαν και καθόρισαν την κατοίκηση αυτού του χώρου ήδη από τα αρχαία χρόνια, θεωρώντας, ορθά, ως έναν πολύ βασικό παράγοντα που καθορίζει τη δημιουργία των οικισμών τον υψομετρικό. Σ' αυτή τη συνάφεια, δεν παραβλέπει και τον παράγοντα οικονομία (είτε της γεωργικής οικονομίας είτε της κτηνοτροφικής) προκειμένου να αναδείξει τον ρόλο που έπαιξε στην κατοίκηση του χώρου.
Έτσι, επισημαίνει ότι το έδαφος της Φιλιππιάδας, το οποίο παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ηπειρωτικού τοπίου, γίνεται στο νότο πεδινό, με μικρές
Πράγματι η μελέτη του Δημήτρη Κολιού είναι γραμμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιεί και τον επιστήμονα που ενδιαφέρεται γι' αυτά τα ζητήματα, αλλά και τον απλό αναγνώστη. Με όλους τους κανόνες της επιστημονικής δεοντολογίας, πιο συγκεκριμένα της ιστορικής δημογραφίας, ταυτόχρονα όμως με ένα στυλ γραφής πολύ κατανοητό από τον καθένα. Πρόκειται για έναν δύσκολο συνδυασμό που δεν τον συναντούμε πάντα στα επιστημονικά πονήματα.
Το ερμηνευτικό πλαίσιο που επιλέγει ο Δημήτρης Κολιός για να εξετάσει τη δημογραφική εξέλιξη της περιοχής Φιλιππιάδας είναι αυτό που θεωρείται από τους ειδικούς ως το καλύτερο για τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους ζητημάτων. Η δομή του βιβλίου, όπως αυτή διαγράφεται στην εισαγωγή, είναι σαφής και ανταποκρίνεται απολύτως στον στόχο που έθεσε κατά τη συγγραφή του. Όπως σημειώνει ο ίδιος, «βασικός στόχος του παρόντος βιβλίου είναι η παρουσίαση, ανάλυση και κατανόηση της δημογραφίας της Φιλιππιάδας -στο πλαίσιο των εκάστοτε διοικητικών ορίων της επαρχίας, κοινότητας και δήμου- και των χωριών που υπάγονταν σ' αυτήν, κατά τον 20ό αιώνα, με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τις επίσημες απογραφές του Ελληνικού Κράτους».
Ακολουθώντας μία πολύ βασική αρχή της σύγχρονης ιστοριογραφίας, την οποία εισηγήθηκε η Γαλλική Σχολή των Annales, εξετάζει στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης του τη γεωγραφία της περιοχής προκειμένου να γίνει κατανοητό πώς το ανάγλυφο, οι γεωμορφολογικές δηλαδή ιδιαιτερότητες του τόπου και το κλίμα επηρέασαν και καθόρισαν την κατοίκηση αυτού του χώρου ήδη από τα αρχαία χρόνια, θεωρώντας, ορθά, ως έναν πολύ βασικό παράγοντα που καθορίζει τη δημιουργία των οικισμών τον υψομετρικό. Σ' αυτή τη συνάφεια, δεν παραβλέπει και τον παράγοντα οικονομία (είτε της γεωργικής οικονομίας είτε της κτηνοτροφικής) προκειμένου να αναδείξει τον ρόλο που έπαιξε στην κατοίκηση του χώρου.
Έτσι, επισημαίνει ότι το έδαφος της Φιλιππιάδας, το οποίο παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ηπειρωτικού τοπίου, γίνεται στο νότο πεδινό, με μικρές
κοιλάδες
και πεδιάδες, όχι ιδιαίτερα εκτεταμένες, «με αποτέλεσμα η παραγωγή των
δημητριακών να μην ήταν επαρκής για τους κατοίκους», ενώ αλλού παρατηρεί ότι
στην περιοχή αυτή αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η κτηνοτροφία, η οποία αποτελεί σήμερα,
με τις μεταποιητικές επιχειρήσεις, έναν δυναμικό παράγοντα της τοπικής
οικονομίας. Οι εξαιρετικοί πράγματι χάρτες του
Γιάννη Παπαμιχαήλ, οι ωραίες (παλαιές ή σύγχρονες) φωτογραφίες και οι
πολλές έγχρωμες γραφικές παραστάσεις που κοσμούν το βιβλίο βοηθούν πολύ τον
αναγνώστη να κατατοπιστεί στον χώρο και να κατανοήσει καλύτερα όσα αναφέρει ο
συγγραφέας.
Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για το δεύτερο κεφάλαιο της μελέτης, που αναφέρεται στην ιστορία της περιοχής.
Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για το δεύτερο κεφάλαιο της μελέτης, που αναφέρεται στην ιστορία της περιοχής.
Ίχνη
της παρουσίας του ανθρώπου σ' αυτή την περιοχή ανιχνεύονται από την
Παλαιολιθική περίοδο. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την πορεία της σε όλες τις
περιόδους της ιστορίας, αξιοποιώντας ό,τι έχει φέρει ως τώρα στο φως η σκαπάνη
των αρχαιολόγων και η ιστορική έρευνα, για να αναδείξει αφενός τη συνεχή, αλλά
όχι ευθύγραμμη κατοίκησή της, και αφετέρου τις τομές στην ιστορία του τόπου.
Ιδιαίτερα σημαντική και απόλυτα ορθή, κατά τη γνώμη μου, είναι η παρατήρηση που
κάνει ότι «η ευρύτερη περιοχή της Φιλιππιάδας έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την
οθωμανική περίοδο γιατί απ' αυτήν περνούσαν οι κυριότερες οδικές αρτηρίες που
συνέδεαν την Άρτα και την Πρέβεζα με τα Ιωάννινα».
Όπως
παρατηρεί, στις αρχές του 19ου αιώνα εντοπίζονται οι πρώτες γραπτές αναφορές
στους οικισμούς αυτής της περιοχής.
Η παράθεση αποσπασμάτων από τα έργα ξένων
ταξιδιωτών (όπως του Leake, του Pouqueville και του Hughes) που πέρασαν από εδώ
στις αρχές αυτού του αιώνα μας μεταφέρουν δύο αιώνες πίσω επιτρέποντάς μας να
αναπλάσουμε τον οικισμένο ή μη χώρο και ν' αναλογισθούμε τι άλλαξε από τότε έως
σήμερα. Η ενσωμάτωση της Άρτας στο ελληνικό κράτος είχε ως συνέπεια οι
μουσουλμανικές της οικογένειες να μετακινηθούν και να εγκατασταθούν στην
ευρύτερη περιοχή της Φιλιππιάδας σε μία νέα πόλη που χτίστηκε γι' αυτούς
παίρνοντας το όνομα Χαμιδιέ προς τιμήν του σουλτάνου Αβδούλ Χαμήτ και
μετονομάστηκε γρήγορα σε Νέα Φιλιππιάδα.
Για το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα διαθέτουμε τις πρώτες δημοσιευμένες οθωμανικές απογραφές για τον πληθυσμό των οικισμών της περιοχής, τις οποίες παραθέτει ο συγγραφέας πριν φθάσει στην πιο πρόσφατη ιστορία της περιοχής, από την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό Κράτος μέχρι σήμερα για να παρακολουθήσει τα κυριότερα γεγονότα αυτής της περιόδου και τις διοικητικές μεταβολές που έγιναν από τότε έως σήμερα.
Για το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα διαθέτουμε τις πρώτες δημοσιευμένες οθωμανικές απογραφές για τον πληθυσμό των οικισμών της περιοχής, τις οποίες παραθέτει ο συγγραφέας πριν φθάσει στην πιο πρόσφατη ιστορία της περιοχής, από την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό Κράτος μέχρι σήμερα για να παρακολουθήσει τα κυριότερα γεγονότα αυτής της περιόδου και τις διοικητικές μεταβολές που έγιναν από τότε έως σήμερα.
Έτσι
εισάγεται ο αναγνώστης ομαλά στο τρίτο, πιο εκτεταμένο και πιο σημαντικό
κεφάλαιο αυτής της μελέτης, στο οποίο εξετάζεται η δημογραφική εξέλιξη της
περιοχής κατά τον 20ό αιώνα και συγκεκριμένα από το 1913 έως το 2001.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξέταση των πληθυσμιακών μεταβολών δεν γίνεται ερήμην των πολεμικών και πολιτικών γεγονότων που συνέβησαν στην εξεταζόμενη περιοχή, αλλά και ευρύτερα στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του ελληνικού Κράτους. Αντίθετα, πολύ ορθά και συνετά ο συγγραφέας εντάσσει το δημογραφικό στο πολιτικό ή το πολεμικό, προκειμένου να δει πώς τα διάφορα γεγονότα επηρέασαν τις μετακινήσεις του πληθυσμού προς και απ' αυτήν την περιοχή, τις αυξομειώσεις του, την αλλαγή των ορίων του δήμου κλπ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξέταση των πληθυσμιακών μεταβολών δεν γίνεται ερήμην των πολεμικών και πολιτικών γεγονότων που συνέβησαν στην εξεταζόμενη περιοχή, αλλά και ευρύτερα στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του ελληνικού Κράτους. Αντίθετα, πολύ ορθά και συνετά ο συγγραφέας εντάσσει το δημογραφικό στο πολιτικό ή το πολεμικό, προκειμένου να δει πώς τα διάφορα γεγονότα επηρέασαν τις μετακινήσεις του πληθυσμού προς και απ' αυτήν την περιοχή, τις αυξομειώσεις του, την αλλαγή των ορίων του δήμου κλπ.
Για
παράδειγμα, όπως γράφει, οι Βαλκανικοί πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα την πύκνωση
με την άφιξη επήλυδων του πληθυσμού των ορεινών και ημιορεινών κτηνοτροφικών
οικισμών, ενώ αντίθετα οι οικισμοί με χαμηλό υψόμετρο δεν παρουσιάζουν
ιδιαίτερη πληθυσμιακή πύκνωση, λόγω των βαλτωδών εδαφών Δεν αγνοεί δε και τον
οικονομικό παράγοντα, ο οποίος έπαιζε και παίζει πάντα καθοριστικό ρόλο στην
κίνηση του πληθυσμού μιας περιοχής. Αξίζει δε να τονιστεί ότι δεν εκβιάζει τα
συμπεράσματα, ούτε δίνει εύκολες απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα για τα οποία
απαιτούνται και άλλες πρωτογενείς έρευνες.
Ο συγγραφέας δεν παραθέτει απλά τα στοιχεία των απογραφών του ελληνικού κράτους, αλλά προχωράει σε μία ουσιαστική ανάλυση των πληροφοριών που δίνουν, κάνοντας πολύ λεπτές και μετρημένες παρατηρήσεις που προαιωνίζουν έναν καλό ιστορικό.
Ο συγγραφέας δεν παραθέτει απλά τα στοιχεία των απογραφών του ελληνικού κράτους, αλλά προχωράει σε μία ουσιαστική ανάλυση των πληροφοριών που δίνουν, κάνοντας πολύ λεπτές και μετρημένες παρατηρήσεις που προαιωνίζουν έναν καλό ιστορικό.
Επισημαίνει
ορθά ότι η μειωμένη παρουσία των γυναικών στις πρώτες απογραφές οφείλεται στην
υποκαταγραφή τους, λόγω των αντιλήψεων της εποχής εκείνης, λόγω θανάτων πολλών
γυναικών κατά τον τοκετό και για άλλους λόγους, ενώ, αντίθετα, το ποσοστό των
ανδρών εμφανίζεται μεγαλύτερο για στρατιωτικούς και φορολογικούς κυρίως λόγους.
Από το
1917 παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού των πεδινών οικισμών της περιοχής, κάτι
που οφείλεται πρωτίστως στη σταδιακή διανομή στους ακτήμονες γεωργούς γαιών που
ήταν πριν τουρκικά τσιφλίκια, στον εκσυγχρονισμό των καλλιεργητικών μεθόδων,
στη καταπολέμηση της ελονοσίας και στην εκδίωξη των μουσουλμάνων.
Γι' αυτούς τους λόγους, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, παρατηρείται την εποχή αυτή «μία ριζική αντιστροφή της παλαιότερης κατανομής του πληθυσμού, ευνοώντας τη συσσώρευσή του σε πεδινούς οικισμούς της Φιλιππιάδας που προσφέρονταν περισσότερο στη γεωργική εκμετάλλευση».
Γι' αυτούς τους λόγους, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, παρατηρείται την εποχή αυτή «μία ριζική αντιστροφή της παλαιότερης κατανομής του πληθυσμού, ευνοώντας τη συσσώρευσή του σε πεδινούς οικισμούς της Φιλιππιάδας που προσφέρονταν περισσότερο στη γεωργική εκμετάλλευση».
Εξαιρετική
είναι και η ανάλυση των δημογραφικών μεταβολών που συνέβησαν στην περιοχής της
Φιλιππιάδας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Από τις σχετικές με το ζήτημα
αυτό σελίδες της μελέτης καταλαβαίνει κανείς ποιες ήταν οι δημογραφικές -άρα
και οι οικονομικές- συνέπειες του σημαντικότερου ίσως γεγονότος για τον
Ελληνισμό κατά τον 20ό αιώνα στην εξεταζόμενη περιοχή. Μ' άλλα λόγια, τη σχέση
της μεγάλης, της εθνικής, ιστορίας με την μικροϊστορία ή, αλλιώς, με την τοπική
ιστορία.
Η Φιλιππιάδα γνώρισε σημαντικό αριθμό
προσφύγων, αν τον συγκρίνουμε με τον μικρό αριθμό προσφύγων που εγκαταστάθηκαν
σε όλη την Ήπειρο. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, η μεγαλύτερη παρουσία των
γυναικών στην απογραφή του 1923, σε σχέση με την απογραφή του 1928, υποδηλώνει
ότι στους προσφυγικούς πληθυσμούς δεσπόζουν οι γυναίκες, καθώς η Μικρασιατική
καταστροφή έπληξε κυρίως τον ανδρικό πληθυσμό. Έτσι, ανάμεσα στις απογραφές του
1913 και του 1928 ο ανδρικός πληθυσμός της επαρχίας παρουσίασε αύξηση κατά
5,95% και ο γυναικείος κατά 17,34%.
Την
ίδια περίοδο παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού των ορεινών και ημιορεινών
οικισμών, γιατί τα χωριά αυτά ευνοούσαν την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και
δευτερευόντως της γεωργίας. Οι πληθυσμιακές αυτές μεταβολές παρακολουθούνται
από τον συγγραφέα λεπτομερώς κατά οικισμό και κατά φύλο, συνοδεύονται δε από
ωραίες γραφικές παραστάσεις, που βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα
τα γραφόμενα.
Κατά
τον ίδιο προσεκτικό και πειστικό τρόπο συνεχίζει ο Δημήτρης Κολιός την
επεξεργασία των απογραφικών δεδομένων της δεκαετίας 1940-1950, επισημαίνοντας
ότι η απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιωτικών, εθνικών και εκκλησιαστικών γαιών, που
ξεκίνησε το 1917 και εντατικοποιήθηκε τα επόμενα χρόνια, λειτούργησε και για τη
Φιλιππιάδα.
Αποτέλεσμα
αυτών των απαλλοτριώσεων ήταν η μετακίνηση ευάριθμων πληθυσμιακών ομάδων προς
τους ορεινούς και πεδινούς οικισμούς της περιοχής.
Συγκρίνοντας
δε την απογραφή του 1920 μ' αυτήν του 1940 διαπιστώνει ότι ο πληθυσμός της Νέας
Φιλιππιάδας παρουσίασε σημαντική μείωση, της τάξης του 24%, η οποία όμως
υπερκαλύφθηκε από την αύξηση του πληθυσμού της Παλαιάς Φιλιππιάδας.
Στα
επόμενα μέρη αυτού του κεφαλαίου εξετάζονται οι δημογραφικές εξελίξεις της
περιοχής κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, παράλληλα με τις διοικητικές
αλλαγές των ορίων του δήμου.
Στην
απογραφή του 1951 ο δήμος Φιλιππιάδας παρουσιάζει μία σημαντική αύξηση του
πληθυσμού κατά 50%, η οποία είναι πολύ πιο έντονη στην πόλη της Φιλιππιάδας
(αύξηση 124,57%). Τούτο οφείλεται στο ότι καταφεύγουν σ' αυτήν πληθυσμοί από
την
ύπαιθρο
για μεγαλύτερη ασφάλεια λόγω των εμφυλιοπολεμικών γεγονότων.
Εν συνεχεία τονίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις
της εξωτερικής και της εσωτερικής μετανάστευσης για την περιοχή στα χρόνια
1955-1971 (κυρίως προς τη Γερμανία και την Αθήνα, αλλά και προς μεγάλες πόλεις
της Ηπείρου, ιδίως προς τα Γιάννενα, την Πρέβεζα και την Άρτα) και
επισημαίνονται με σαφήνεια οι αιτίες αυτού του φαινομένου, το οποίο έπληξε
ιδίως την Ήπειρο: οικονομική ανέχεια, ανεργία, οικονομικές ανισότητες,
αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής και άλλες.
Το κεφάλαιο αυτό και όλη η μελέτη
ολοκληρώνεται με καίριες παρατηρήσεις για την τελευταία δεκαετία του περασμένου
αιώνα, οπότε σχηματίστηκε ο καποδιαστριακός δήμος Φιλιππιάδας. Μία περίοδο
πληθυσμιακής ανάπτυξης, που ο κ. Κολιός πιθανολογεί ότι οφείλεται στη μείωση
του μεταναστευτικού ρεύματος.
Τα
συμπεράσματα με τα οποία ολοκληρώνεται η μελέτη δείχνουν ότι ο συγγραφέας έχει
κατανοήσει καλά μέσα από ποιες διαδικασίες και υπό την επίδραση ποιων
παραγόντων (γεωμορφολογικών, οικονομικών, πολιτικών και άλλων) εξελίχθηκε στη
διάρκεια ενός αιώνα ο πληθυσμός της Φιλιππιάδας.
Η καταληκτήρια παράγραφος των συμπερασμάτων είναι η πεμπτουσία όλου του βιβλίου και άκρως επίκαιρη. Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω ένα μέρος της: «Από την αναζήτηση των αιτίων των εκάστοτε αυξομειώσεων του πληθυσμού, που δεν οφείλονταν στην αλλαγή των διοικητικών ορίων, προκύπτει ότι ορισμένες μεταβολές προκλήθηκαν από μεμονωμένα γεγονότα ιστορικής σημασίας, όπως η άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων.
Η καταληκτήρια παράγραφος των συμπερασμάτων είναι η πεμπτουσία όλου του βιβλίου και άκρως επίκαιρη. Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω ένα μέρος της: «Από την αναζήτηση των αιτίων των εκάστοτε αυξομειώσεων του πληθυσμού, που δεν οφείλονταν στην αλλαγή των διοικητικών ορίων, προκύπτει ότι ορισμένες μεταβολές προκλήθηκαν από μεμονωμένα γεγονότα ιστορικής σημασίας, όπως η άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων.
Ορισμένοι όμως παράγοντες, που επηρέαζαν σημαντικά
τις μεταβολές των πληθυσμιακών μεγεθών, όπως η φτώχεια και η ανεργία, που
οδήγησαν στο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ού αι.
παραμένουν σε καιρούς τεταμένης και έντονης οικονομικής κρίσης της δεύτερης
δεκαετίας του 21ου αι. επίκαιροι για τις δημοτικές αρχές και τη διαμόρφωση της
όποιας πολιτικής και στρατηγικής για το κοινωνικό γίγνεσθαι των κατοίκων και το
μέλλον της Φιλιππιάδας.».
Πρόκειται,
λοιπόν, για μία σημαντική μελέτη, για μία ουσιαστική συμβολή στην ιστορία της
Φιλιππιάδας και, κατ' επέκταση, όλης της Ηπείρου.
Εντυπωσιασμένοι
έμειναν από την σοβαρή δουλειά του Δημήτρη Κολιού, στο βιβλίο του ''Η
δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας (1913-2001), οι Φιλιππιαδιώτες και οι φίλοι
της Φιλιππιάδας, της Ηπείρου γενικά και του Δημήτρη Κολιού, που παρέστησαν στην
παρουσίαση του βιβλίου στο Πνευματικό Κέντρο Ηπειρωτών στην Αθήνα.
Μιά
δουλειά που παρουσιάστηκε επαινετικά αλλά και εμφαντικά από τους 3 ομιλητές της
εκδήλωσης, τον καθηγητή της νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου
Ιωαννίνων Κωνσταντίνο Κόμη, τον επίκουρο καθηγητή της νεώτερης Ελληνικής
Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Γεώργιο Νικολάου και τον εκπαιδευτικό,
δημοτικό σύμβουλο του Δήμου Ζηρού Γιώργο Γιάννο. Αλλά και από την Πρόεδρο του Συλλόγου
Φιλιππιαδιωτών Αττικής Τζένη Κωστούση, που συντόνισε την εκδήλωση και χαιρέτισε
παράλληλα εκ μέρους των Φιλιππιαδιωτών της Αττικής και τον Αντιπρόεδρο της
Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος Κώστα Κωνή.
Ο
καθηγητής της νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας
Κωνσταντίνος Κόμης, μεταξύ των άλλων είπε ότι ''πρόκειται, όπως
γνωρίζετε, για ένα βιβλίο 110 περίπου σελίδων, με ποικιλία θεματικών ενοτήτων
και αφιερώματα σε ιστορικά, δημογραφικά, οικονομικά, λαογραφικά και κοινωνικά
ζητήματα που σχετίζονται, σαφώς, με την Φιλιππιάδα. Στην ουσία, αποτελεί έναν
καρπό μίας προσπάθειας με στόχο, όμως, του συγγραφέα να συμβάλλει στην
αναγκαιότητα της ανάδειξης της τοπικής κληρονομιάς κατά τον 20ό αιώνα σε
δημογραφικό επίπεδο και από την αρχαιότητα έως την σύγχρονη εποχή σε ευρύ
ιστορικό, εν γένει, επίπεδο. Εκτός αυτών, ωστόσο, γίνεται εύκολα ευδιάκριτη η
πειθαρχία του συγκεκριμένου βιβλίου, δηλαδή η τεχνική, η μεθοδολογία, η
τεκμηρίωση, όλα όσα συνιστούν ένα πόνημα, το οποίο βεβαίως απευθύνεται στον
κάθε αναγνώστη.
Για την
δική μου περίπτωση, με βάση την ειδίκευσή μου στην νεότερη και σύγχρονη ιστορία
του Ελληνικού κράτους, στο εν λόγω βιβλίο καλύπτεται χρονικά όλη η περίοδος της
ιστορίας της Φιλιππιάδας από την απελευθέρωση του Οκτωβρίου του 1912 έως την
αλλαγή προς τον 21ο αιώνα, δηλαδή το 2001. Πάντως, σε ιδιαίτερο κεφάλαιο του
βιβλίου παρουσιάζεται, συνοπτικά, η ιστορία της Φιλιππιάδας από την αρχαιότητα
και ειδικότερα από την Παλαιολιθική εποχή έως την σημερινή εποχή. Κατ' αυτόν
τον τρόπο, λοιπόν, το βιβλίο του κ. Κολιού αποτελεί μία μεγάλη ανασκαφή σε
θέματα της τοπικής ιστορίας της περιοχής''.
Στο
ίδιο πνεύμα, αλλά από την δική τους οπτική γωνία ήταν και οι ομιλίες των άλλων
2 συμπαρουσιαστών, του επίκουρου καθηγητή της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας στο
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Γιώργου Νικολάου και του εκπαιδευτικού και δημοτικού
συμβούλου στο Δήμο Ζηρού Γιώργου Γιάννου
Η
Πρόεδρος του Συλλόγου Φιλιππιαδιωτών Αττικής Τζένη Κωστούση, τόνισε
χαρακτηριστικά ότι ''Η Φιλιππιάδα -η επονομαζόμενη πόλη των πελαργών-
αποτελούσε και αποτελεί μια πόλη με στρατηγική γεωγραφική θέση. Είναι αλήθεια
ότι μέχρι στιγμής οι δημοσιεύσεις για τη Φιλιππιάδα είναι ελάχιστες και οι
όποιες επιστημονικά αξιόλογες μελέτες αφορούν συνήθως ειδικευμένα θέματα χωρίς
να προσφέρουν στον αναγνώστη μια σφαιρική εικόνα για το πλούσιο ιστορικό
παρελθόν της Φιλιππιάδας και των κατοίκων της. Το παρόν βιβλίο προσπαθεί να
εντάξει τη Φιλιππιάδα ως οικιστική μονάδα μέσα στον χρόνο με κεντρικό θεματικό
άξονα την κατοίκισή της. Το συγκεκριμένο βιβλίο με την διευρυμένη θεματογραφία
του και την επιστημονική προσέγγισή της αποτελεί μεθοδολογικά παράδειγμα
έρευνας μιας τοπικής κοινωνίας. Συνεπώς, είναι χρήσιμο όχι μόνον για όσους
ενδιαφέρονται ειδικά για την ιστορία της Φιλιππιάδας, αλλά γενικότερα για όσους
ασχολούνται με την τοπική ιστορία, τον πολιτισμό των επιμέρους περιοχών.
Άλλωστε, η μελέτη της ιστορίας επιβάλλεται να στρέφει την προσοχή της στην
ανάδειξη της τοπικής κληρονομιάς, κάτι που τα τελευταία χρόνια γίνεται πράξη σε
αρκετές περιοχές της χώρας μας, με την έκδοση τοπικών περιοδικών ή αυτοτελών
εκδόσεων, όσο φυσικά οι οικονομικές συνθήκες επιτρέπουν''.
Τέλος ο
συγγραφέας Δημήτρης Κολιός στην ομιλία του, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό
έκδοσης του βιβλίου και τα κίνητρα που τον οδήγησαν στην έκδοση του, τόνισε
ότι, ''Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι ένα
απάνθισμα δημογραφικών στοιχείων για κάθε οικισμό που συναπαρτίζουν το δήμο
Φιλιππιάδας, νυν δήμου Ζηρού. Ήταν μία εξαιρετική έρευνα η οποία ξεκίνησε
περίπου πέντε χρόνια πριν, κατά την έναρξη των μεταπτυχιακών μου σπουδών και
ολοκληρώθηκε πρόσφατα.
Για την
σημερινή παρουσίαση, θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα, τους ομιλητές, οι
οποίοι δέχτηκαν με χαρά την πρόσκλησή μου στην παρουσίαση του βιβλίου, τον
Σύλλογο Φιλιππιαδιωτών Αττικής, για την πρωτοβουλία παρουσίασης του βιβλίου μου
στην Αθήνα, την Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος, που έθεσε υπό την αιγίδα
της την εκδήλωση και μας φιλοξένησε στο Πνευματικό Κέντρο Ηπειρωτών και την
Τζένη Κωστούση, για τον συντονισμό της εκδήλωσης και τα ωραία λόγια που είπε
για μένα και τον Αντιπρόεδρο της ΠΣΕ Κώστα Κωνή, για την συνδρομή του, στην
παρουσίαση αυτού του βιβλίου και τα επανετικά λόγια που είπε για μένα, κατά τον
χαιρετισμό του. Ακόμη να ευχαριστήσω την γαλακτοβιομηχανία ''Καράλης'' για την
εν γένει συνδρομή της και το οικονομικό
κόστος που ανέλαβε για την έκδοση του βιβλίου, καθώς και τον επιμελητή της
έκδοσης Μίχαελ Στορκ. Υπήρξε μία πλειάδα
ανθρώπων είτε με πρακτικό είτε με ψυχολογικό τρόπο στάθηκαν δίπλα μου και
έφτασα στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Από εκεί και πέρα σκοπός μου ήταν και
παραμένει η συνεχής έρευνα γύρω από τη συλλογή στοιχείων που θα φέρουν στο φως
χρήσιμες πληροφορίες για την δημογραφική, οικονομική και κοινωνική ιστορία της
Φιλιππιάδας και γενικότερα της ευρύτερης περιοχής''.
Στην
εκδήλωση παρέστησαν, εκ μέρους της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος, εκτός
του Κώστα Κωνή, που απηύθυνε χαιρετισμό και τα μέλη του Δ.Σ., Σωτήρης Κολιούσης, Ελευθερία Σιαμέτη, Κώστας
Ζηκόπουλος, Ηλέκτρα Κίκη, Ζαχαρίας Καψάλης και Χριστόφορος Ευθυμίου, ο Πρόεδρος
της Ομοσπονδίας Ραδοβυζινών Άρτας Γιώργος Κουρτέσας, αντιπροσωπεία του Συλλόγου
Αποδήμων Θεσπρωτικού Πρέβεζας, η Πρόεδρος του Συλλόγου Πρεβεζάνων της Αθήνας
Αγγελική Τσόλκα, ο Πρόεδρος του Συλλόγου Γυμνοτοπιτών Αθήνας, αντιπροσωπεία του
Συλλόγου Αποδήμων Κερασώνα Πρέβεζας, αντιπροσωπεία της Αδελφότητας
Γοργομυλιωτών Πρέβεζας, αντιπροσωπεία της Ένωσης Ηπειρωτών Αγίου Δημητρίου
Αττικής, Αντιπροσωπεία του Συλλόγου Ηπειρωτών Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας
Χαλκηδόνας, αντιπροσωπεία της Ένωσης Ηπειρωτών Νέας Σμύρνης-Παλαιού Φαλήρου,
αντιπροσωπεία του Πανηπειρώτικου Συλλόγου Ασπροπύργου, ο δημοσιογράφος και
εκδότης Δημήτρης Ρίζος, ο απόστρατος στρατηγός της Αστυνομίας Γρηγόρης Μπαλάκος
και φυσικά όλοι οι διατελέσαντες Πρόεδροι του Συλλόγου Φιλιππιαδιωτών Αθήνας.
Μετά το
τέλος της παρουσίασης ο συγγραφέας Δημήτρης Κολιός μίλησε με τους
παρευρισκομένους και υπέγραψε τα βιβλία τους και ο Σύλλογος Φιλιππιαδιωτών
Αττικής προσέφερε ηπειρώτικες πίτες, εδέσματα και ηπειρώτικο τσίπουρο, που όλοι
τα απόλαυσαν με ευχαρίστηση συζητώντας και σχολιάζοντας σε παρέες, το βιβλίο.