Δε μας
έφτανε η ρύπανση και η μόλυνση έχουμε και την ασθένεια των πλατάνων.
Η ασθένεια
δεν μπορεί να καταπολεμηθεί σύμφωνα με τους ειδικούς και χρειάζεται προσοχή
στις δραστηριότητες κατά μήκος του ποταμού.
Χιλιάδες
νεκρά πλατάνια, θύματα της νόσου του μεταχρωματικού έλκους, συναντά κανείς στη
Θεσπρωτία και δη στον ποταμό Καλαμά.
Η νόσος
που «εισήχθη» στη Θεσπρωτία από την Πελοπόννησο, μέσω μηχανημάτων, όπως
εκτιμάται, που εργάστηκαν στην κατασκευή της Εγνατίας οδού, έχει πάρει
ανεξέλεγκτες διαστάσεις, επιβεβαιώνοντας τους φόβους των κατοίκων για μια
οικολογική καταστροφή άνευ προηγουμένου.
Όπως
δήλωσε στην ΕΡΑ Ιωαννίνων ο Δασολόγος – Φυτοπαθολόγος, ερευνητής του
Μεσογειακού Ινστιτούτου Δασικών Οικοσυστημάτων κ. Παναγιώτης Τσόπελας «σε
μερικά χρόνια ο ποταμός Καλαμάς θα έχει καταστραφεί πλήρως, δε θα υπάρχουν
πλατάνια».
Ο κ.
Τσόπελας χαρακτήρισε τον Καλαμά «νεκροταφείο πλατάνων», ενώ επεσήμανε ότι πλέον
εστίες μόλυνσης έχουν εντοπιστεί και στον Αχέροντα και στον Άραχθο.
Ο
μύκητας Ceratocystis platani, ο οποίος σύμφωνα με τον κ. Τσόπελα, έφτασε στην
Ευρώπη από την Αμερική μαζί με τα στρατεύματα κατά τη διάρκεια του β’
Παγκοσμίου Πολέμου, εισβάλλει στα αγγεία του δέντρου, εκλύει κάποιες τοξίνες
και ο πλάτανος πεθαίνει. Σε κάθε εστία προσβολής, η ασθένεια διαδίδεται στα
διπλανά δέντρα με την επαφή των ριζών τους.
Η
μετάδοση της ασθένειας γίνεται κυρίως με ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο μύκητας
μεταδίδεται με μολυσμένα αλυσοπρίονα, μπουλντόζες κι εκσκαφείς, καθώς και μέσω
μεταφοράς μολυσμένων κορμών.
Η
υλοτομία νεκρών προσβεβλημένων δένδρων έχει αποτέλεσμα τη μόλυνση των
αλυσοπρίονων και στη συνέχεια υγιών δένδρων. Επίσης, υπάρχει κίνδυνος διάδοσης
της ασθένειας με τα καυσόξυλα από μολυσμένα δέντρα.
Θεραπεία
για τα προσβεβλημένα δέντρα δεν υπάρχει ενώ οι επιστήμονες ρίχνουν το βάρος
στην πρόληψη της διάδοσης της νόσου και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας,
συνιστώντας απολύμανση των αγροτικών εργαλείων και μηχανημάτων, αποφυγή της
υλοτομίας κορμών και κόψιμο των υγιών πλατάνων που βρίσκονται γύρω σε
προσβεβλημένα, ώστε να μην υπάρχει «χώρος» να μεταδοθεί η νόσος.