Η Ομιλία του βουλευτή Άρτας του ΣΥΡΙΖΑ Βασίλη
Τσίρκα, στη Διαρκής Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης
κατά τη συζήτηση του Σχεδίου Νόμου: «Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα Ελληνικής
ιθαγένειας – Ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των Οδηγιών 2011/98/ΕΕ &
2014/14/36/ΕΕ και άλλες διατάξεις».
Παρά τις Κασσάνδρες και τις δυσοίωνες προβλέψεις, η
Κυβέρνηση αυτή και η Βουλή αυτή συνεχίζουν να νομοθετούν και μάλιστα σε
προοδευτική κατεύθυνση. Η ιθαγένεια, λοιπόν, που συζητάμε σήμερα είναι ένα
κορυφαίο ζήτημα δημοκρατίας. Στόχος της Κυβέρνησης δεν ήταν και δεν είναι
βέβαια, τώρα που ήρθαμε στα πράγματα, να εγγράψουμε μια νίκη της αριστερής
οπτικής για το ζήτημα της ιθαγένειας. Στόχος μας είναι να λυθούν προβλήματα που
ταλαιπωρούν τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων και από αυτή την άποψη πρόκειται, εκτός
των άλλων, και για ένα ζήτημα με ανθρωπιστική διάσταση.
Η ιθαγένεια δεν είναι δώρο, ούτε προνόμιο, είναι,
υπό μια ευρύτερη έννοια, ένα δικαίωμα. Η ιθαγένεια, λοιπόν, είναι ένα δικαίωμα
για τα παιδιά που γεννιούνται και ανατρέφονται στην Ελλάδα, πάνε σχολείο εδώ,
δηλαδή διαμορφώνουν τη συνείδησή τους ως μέλη του κοινωνικού συνόλου στη χώρα
μας, ανεξάρτητα από την καταγωγή των γονέων τους. Αυτά τα παιδιά δεν είναι καν
μετανάστες. Ζουν εδώ και σταδιακά αναγνωρίζουν αυτή τη χώρα ως δική τους,
αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως μέλος αυτού του λαού. Το ίδιο σε μεγάλο βαθμό
ισχύει και για τα παιδιά, που γεννήθηκαν μεν στην πατρίδα των γονέων τους, αλλά
μεγαλώνουν στη χώρα μας.
Το ζήτημα της ιθαγένειας λοιπόν, εκτός από τον
νομικό του προσανατολισμό, εκτός από νομικό και πολιτικό ζήτημα, ενυπάρχει σε
ένα πλαίσιο κοινωνικής συνοχής και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Και αυτό γιατί όταν
η συζήτηση περιλαμβάνει ανήλικα τέκνα ή νέους, περίπου 150.000, που
γεννιούνται, ανατρέφονται και διαμορφώνουν τη συνείδησή τους στην Ελλάδα, τότε γίνεται
κατανοητό ότι οι αυστηροί αποκλεισμοί που έθετε ο προηγούμενος νόμος περί
κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας, οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια σε μια
κοινωνία με εύθραυστη κοινωνική συνοχή.
Αυτό διότι το παιδί που γεννιέται και ζει τα πρώτα
χρόνια της ζωής του, ανήκοντας στη δεύτερη γενιά μεταναστών, βιώνει με τον
εντονότερο τρόπο αυτό τον αποκλεισμό. Ενώ λοιπόν ο μικρόκοσμός του έχει σαν
χαρακτηριστικό την ελληνική ιθαγένεια. Την ιθαγένεια μιας χώρας που σε αυτήν
προετοιμάζεται να αποτελέσει ενεργό μέλος της και συμμέτοχος, διαπιστώνει στην
πορεία ότι αδυνατεί να ενσωματωθεί λόγω αγκυλώσεων στη νομοθεσία.
Οι αγκυλώσεις αυτές τώρα αίρονται και αίρονται υπό
προϋποθέσεις με χρήση ενταξιακών κριτηρίων σε παιδιά με γονείς που έχουν
ρυθμίσει το καθεστώς νομιμότητάς τους στην Ελλάδα. Τίθενται, επομένως,
προϋποθέσεις. Η κρίσιμη ρύθμιση, εξάλλου, προβλέπει πως την ελληνική ιθαγένεια
δικαιούνται τα παιδιά που γεννιούνται στη χώρα από γονείς, εκ των οποίων ο ένας
ζει νόμιμα εδώ και πέντε χρόνια από τη στιγμή της γέννησης. Το δικαίωμα,
λοιπόν, θεμελιώνεται όταν το παιδί γράφεται στην πρώτη δημοτικού. Εάν ο γονέας
έχει λιγότερο από πέντε χρόνια στη χώρα πριν τη γέννηση, τότε το δικαίωμα
θεμελιώνεται μία δεκαετία μετά την ημερομηνία έναρξης της νόμιμης διαμονής.
Επομένως, τίθενται προϋποθέσεις που σχετίζονται με
τη γέννηση του παιδιού στη χώρα, την ένταξη στο εκπαιδευτικό σύστημα, με την
παράλληλη νόμιμη διαμονή, τουλάχιστον του ενός γονέα στη χώρα, καθώς
τεκμαίρεται ότι με τον τρόπο αυτόν δημιουργούνται θεμέλια ουσιαστικής ένταξης
των παιδιών αυτών στην ελληνική κοινωνία ή ανεξάρτητα από τους γονείς του, εάν
ο ανήλικος έχει φοιτήσει τα 9 έτη υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή τα 6 έτη του
γυμνασίου και λυκείου. Επίσης, ρυθμίζεται το δικαίωμα θεμελίωσης δικαιώματος
ελληνικής ιθαγένειας αλλοδαπού, όπου έχει αποφοιτήσει από Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. και
παράλληλα διαθέτει απολυτήριο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Με το νομοσχέδιο αυτό αναδεικνύεται ωστόσο, ότι
κρίσιμος χρόνος κτήσης της ιθαγένειας αποτελεί η ηλικία κατά την οποία το παιδί
βρίσκεται στην πρώιμη κοινωνικοποίησή του. Αυτό διότι κατά τη διάρκεια της
νεαρής και τρυφερής του ηλικίας, κατά την οποία είναι λογικό για ένα παιδί να
διακατέχεται από ανασφάλειες, διαμορφώνεται η συνείδησή του, που μετέπειτα θα
τον καταστήσει ενεργό πολίτη και μέλος του λαού. Επιπλέον δημιουργούνται και
λαμβάνουν χώρα όλες εκείνες οι απαραίτητες διεργασίες, που θα καταστήσουν
επιτυχημένη την κοινωνική του ενσωμάτωση.
Αντίθετα, λοιπόν, με τις προηγούμενες ρυθμίσεις
είναι σαφής η προσπάθεια να λυθούν οι παθογένειες που απειλούσαν με βίαιο τρόπο
την κοινωνική συνοχή, την ίδια τη δημοκρατία, αλλά και το αίσθημα δικαίου.
Η αναχρονιστική αντίληψη του δικαίου του αίματος,
σύμφωνα με το οποίο το ιδεώδες είναι ο λαός μιας πολιτείας να αποτελείται από
άτομα που ανήκουν στην ίδια εθνότητα και γεννήθηκαν από Έλληνες γονείς, εκτός
από το ανέφικτο του πράγματος, αποτελεί και έκφραση ακραίας ιδεολογικής
ρητορείας.
Με το νομοσχέδιο αυτό, λοιπόν, η χώρα μας
εναρμονίζεται με τα ευρωπαϊκά πρότυπα κτήσης ιθαγένειας, όπου σαφή και κυρίαρχη
θέση καταλαμβάνει το δίκαιο του εδάφους.
Θα ήθελα να τονίσω την επείγουσα αναγκαιότητα της
ρύθμισης, δεδομένου ότι πρόκειται για χιλιάδες παιδιά που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν
και σπούδασαν στην Ελλάδα. Είναι παιδιά που παίζουν με τα δικά μας παιδιά. Με
την έννοια αυτή, η ιθαγένεια είναι ένας ενωτικός δεσμός δημοσίου δικαίου μεταξύ
ενός ατόμου και της πολιτείας, ως μέλος του λαού της. Αν παρακολουθήσει κανείς
τη συζήτηση που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της ανοιχτής διαβούλευσης, υπάρχει
πράγματι μια διαστρεβλωμένη αντίληψη και μια σύγχυση σχετικά με τις έννοιες της
ιθαγένειας και υπηκοότητας. Τουλάχιστον από νομικής και διοικητικής πλευράς
αυτό έχει λυθεί δεδομένου ότι η διοίκηση αντιμετωπίζει τις δύο αυτές έννοιες ως
έννοιες ταυτόσημες και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούνται παράλληλα. Υπάρχει ουσιαστικά απόλυτη ταύτιση σε νομικό και
διοικητικό επίπεδο.
Το νομοσχέδιο έχει σαφή προορισμό. Αποκαθιστά
στρεβλώσεις και αδικίες, επαναφέρει το ορθό και το δίκαιο, ενώ αποδίδει τη
σημαντικότητα που απαιτείται στον θεσμό της ιθαγένειας ως συνεκτικού κρίκου που
στέκεται μεταξύ του ατόμου και του κράτους. Διευθετεί το ζήτημα της σχέσης
μεταξύ ενός ατόμου που ανήκει στον γενικό πληθυσμό και της πολιτείας. Το άτομο
αυτό, αποκτώντας την ιθαγένεια, μετατρέπεται σε ένα άτομο που ανήκει στο λαό
του κράτους και που υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις θέτει τον εαυτό ως
υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, θεσπισμένων από την ελληνική έννομη
τάξη. Γίνεται, λοιπόν, συμμέτοχος και ενεργός πολίτης.
Βασίλης
Τσίρκας
Βουλευτής
Άρτας - ΣΥΡΙΖΑ