Αποσπάσματα από το βιβλίο της Αλεξάνδρας
Κωστάκη-Μέξη
Απόσπασμα 1
[Ο «συνδικαλιστής» Καρυωτάκης]
(«Τα Εθνικά Ορφανοτροφεία και Οικοτροφεία»-«Ανάγκη
χρηστότητας»)
Η έναρξη της ρήξης με τον υπουργό Μιχαήλ Κύρκο,
σημειώνεται το χειμώνα του 1927, όταν από άγνωστο πειθαρχικό αδίκημα
επιβάλλεται στον ποιητή το πρόστιμο «ίσο προς το ήμισυ των μηνιαίων του
αποδοχών». Ύστερα από τρεις μέρες θα ακολουθήσει η μετακίνηση από το τμήμα
Αγαθοεργών Ιδρυμάτων στο τμήμα Λοιμωδών Νόσων.
Το είδος και την ένταση συναισθημάτων οργής και
απογοήτευσης που ακολουθούν τις αποφάσεις αυτές, μόνο δημόσιοι υπάλληλοι που
έχουν ζήσει ανάλογες εμπειρίες θα μπορούσαν να περιγράψουν καλύτερα. Η
εμπειρία, λέει εξάλλου, πως στις πολύπλοκες πειθαρχικές διαδικασίες δεν
εμπλέκονται συνήθως όσοι εκτελούν πλημμελώς τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα, αλλά
όσοι φαντάζονται πως μπορούν να έχουν την πολυτέλεια ανεξάρτητης γνώμης και
συμπεριφοράς. Γνωστός ο πρώτος κανόνας επιβίωσης μέσα στις δημόσιες υπηρεσίες,
επιβεβαιωμένος και παγιωμένος στη συνείδηση όλων, να περνάς δηλαδή
απαρατήρητος, για να σου έρχονται στην ώρα τους προαγωγές και κανείς να μη σου
προσάπτει το παραμικρό, λακωνιστί λοιπόν, "ου μπλέξεις'. (Γ. Δάλκου,
1986).
Κι ο Καρυωτάκης έμπλεξε, κι όχι από αδιαφορία για
το αντικείμενο εργασίας του. Απόδειξη, το άρθρο «Τα Εθνικά Ορφανοτροφεία και
Οικοτροφεία» που δημοσιεύεται στις 29-5-1927, - όπου φανερώνεται και η γνώση
του πάνω στα ζητήματα του τμήματος που υπηρετούσε- αλλά και το ενδιαφέρον του
για τη σωστότερη λειτουργία και δράση των ιδρυμάτων στα οποία αναφέρεται.
Απέναντι στην εξουσία που αυθαιρετεί, μόνο η συλλογική δράση μπορεί να
αντιπαραταχθεί με κάποιες πιθανότητες επιτυχίας. Με την ανάμειξή του στο
συνδικαλισμό, ο Καρυωτάκης δοκιμάζει την αντοχή και τις δυνατότητες αυτού του
τελευταίου καταφύγιου. Η ενεργός συμμετοχή του Καρυωτάκη στο συνδικαλισμό
τοποθετείται στα τέλη του 1927 και ειδικότερα στους δυο πρώτους μήνες του 1928,
όταν κύριο μέλημα της κυβέρνησης είναι η εξοικονόμηση χρημάτων για να
αντιμετωπίσει, εκτός των άλλων, και το οξύτατο πρόβλημα της αποκατάστασης των
προσφύγων. Για το σκοπό αυτό μάλιστα ο υπουργός των οικονομικών το Γενάρη του
1928 είχε μεταβεί στο Λονδίνο, όπου και επικύρωσε τη σύναψη δανείου με
δυσβάσταχτους για το ελληνικό δημόσιο όρους. Την ίδια περίοδο πραγματοποιούνται
έντονες συνδικαλιστικές ζυμώσεις και απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων,
μεταξύ των οποίων και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Τις προσπάθειες της Συνομοσπονδίας
Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδος (ΣΔΥΕ) συντρέχει τώρα και η ηγεσία της Ένωσης
Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών (ΕΔΥΑ), ηγεσία που προήλθε από τις εκλογές της 13
Ιανουαρίου 1928, με πρόεδρο τον υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών, διευθυντή
Β. Μαμωνά και Γενικό Γραμματέα τον εισηγητή του υπουργείου Προνοίας Κ.
Καρυωτάκη. Αυτό σήμαινε, εκτός από αναγνώριση και εκτίμηση από μέρους των
συναδέλφων του, και ότι είχε δώσει αρκετά δείγματα εντιμότητας και θάρρους στο
παρελθόν. Από παντού τώρα γίνεται λόγος για την άθλια οικονομική κατάσταση των
εργαζομένων, για ακρίβεια, για έλλειψη εργασίας και στέγης.
Η Εργατική Συνομοσπονδία ανακοινώνει την απόφασή
της για τη σύγκλιση του Δ΄ Πανελλήνιου Εργατικού Συνεδρίου τον Απρίλιο του 1928
στον Πειραιά, ενώ ανάλογες είναι και οι ανακοινώσεις, τα υπομνήματα κι οι
απεργιακές κινητοποιήσεις και των ελεύθερων επαγγελματιών που ζητούν κατοχύρωση
επαγγέλματος, ρύθμιση ενοικιοστασίου, δικαιότερη φορολογία κλπ. Έχοντας μάλιστα
οι δύο αυτές ενώσεις (εργάτες και επαγγελματίες) τη δυνατότητα να
δραστηριοποιούνται καλύτερα- λόγω σχετικής ανεξαρτησίας τους- είδαν τη ρύθμιση
του θέματός τους, όχι μόνο συντεχνιακά, αλλά και μέσα από μια σειρά μέτρων που
έπρεπε η Κυβέρνηση να πάρει για όλους τους εργαζόμενους, ο λόγος λοιπόν για
ενιαίο μέτωπο πια. «Η συμπαράσταση της Συνομοσπονδίας των Επαγγελματιών θα
πρέπει να έπαιξε ουσιαστικό ρόλο προς την κατεύθυνση της δραστηριοποίησης της
δημοσιοϋπαλληλικής Συνομοσπονδίας», συμπεραίνει ο μελετητής Γιάννης Παπακώστας,
με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο φανατισμός των δημοσίων υπαλλήλων και να προσφερθούν
να τους ακολουθήσουν σε απεργία, έχοντας τη συμπαράσταση της κοινής γνώμης.
Για τους υπαλλήλους του Δημοσίου όμως, μια
απεργιακή κινητοποίηση αυτή την εποχή εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους, καθώς
σύμφωνα με το νόμο, ήταν δυνατόν η απεργία να χαρακτηρισθεί «ως παραίτησις του
υπαλλήλου», αλλά επίσης υπήρχαν και αφανή προβλήματα που δημιουργούσε η
διοικητική εξουσία στην προσπάθειά της να πνίξει ή να χειραγωγήσει το
συνδικαλιστικό κίνημα: εκφοβισμός, κακή μεταχείριση των συνδικαλιστών και
εξαγορά συνειδήσεων.
Το θέμα των οικονομικών διεκδικήσεων και αντιδικιών
αναζωπυρώθηκε μετά την επιστροφή του Καφαντάρη από το Λονδίνο, ο οποίος τόνισε
και πάλι την αδυναμία της κυβέρνησης να ικανοποιήσει τα αιτήματά τους, ενώ δεν
παρέλειψε να επισημάνει ότι η εξαγγελλόμενη απεργία είναι παράνομη. Από κει και
πέρα άρχισε να καλλιεργείται ένα κλίμα εκφοβισμού και διώξεων, πράγμα που η
Συνομοσπονδία έσπευσε να το αντιμετωπίσει με ενημερωτική ανακοίνωσή της, την
οποία ακολούθησε καθαίρεση του προέδρου της Ένωσης Δ.Υ. Αθηνών Μαμωνά, από την
προεδρία, για αντιδεοντολογική συμπεριφορά, αφού σπρωγμένος από την διοικητική
εξουσία επισκεπτόταν επαρχιακές πόλεις και συμβούλευε τους υπαλλήλους να μη
συμμετέχουν στην απεργία. Όσον αφορά το Γενικό Γραμματέα Κ. Καρυωτάκη, δεν
υπήρξε καθαίρεση, αλλά αναγκαστική παραίτηση αφού στις 14 Φεβρουαρίου 1928,
λόγω δυσμενούς μεταθέσεως. αναλάμβανε υπηρεσία στην Πάτρα και λίγους μήνες μετά
θα έπαιρνε το μοιραίο δρόμο για την Πρέβεζα. Σαράντα μέρες προτού ανακοινωθεί η
μετάθεσή του, για άγνωστους λόγους, ο Καρυωτάκης είχε τιμωρηθεί και με τη
διοικητική ποινή κράτησης, όπως προαναφέραμε, μισθού ίσου «προς το ήμισυ των
αποδοχών του», και δυο μήνες κατόπιν ακολούθησε κι άλλη πειθαρχική ποινή με
πρόστιμο κράτησης μισθού δέκα ημερών, με το αιτιολογικό ότι άργησε να
παρουσιαστεί στη νέα θέση. Ο ίδιος βέβαια αποδεικνύεται ότι εργάστηκε δραστήρια
κατά το διάστημα των τριάντα ημερών, πρώτα- πρώτα γιατί ήταν ένα από τα μέλη
της Οικονομικής Επιτροπής της ΣΔΥΕ, προκειμένου να υποδείξει στην κυβέρνηση
τρόπους εξεύρεσης χρημάτων για την ικανοποίηση των αναγκών των υπαλλήλων, αλλά
και γιατί την προηγουμένη ακριβώς της σύστασης της Επιτροπής είχε υποβάλει
σχετικό υπόμνημα στη Συνομοσπονδία, όπου υπέδειχνε τρόπους περιορισμού των
δαπανών στο Υπουργείο Προνοίας. Φαίνεται δε, ότι αναμειγνύεται και στην επίθεση
που εκδηλώνεται τότε κατά του υπουργού Υγιεινής Μ. Κύρκου για τον τρόπο
χειρισμού του θέματος απαλλοτριώσεων υπέρ των προσφύγων.
Την αυξανόμενη δυσφορία των ''γηγενών' για τις
υποχρεωτικές απαλλοτριώσεις που τους οδήγησε μέχρι την αυτοδικία προκειμένου να
υπερασπιστούν την ιδιοκτησία τους, προσπάθησε να κατασιγάσει ο υπουργός
Προνοίας. Ο αντικυβερνητικός τύπος όμως- με προεξάρχουσα την ''Καθημερινή' -
μπαίνει στη μάχη πάνοπλος, τροφοδοτώντας τη φωτιά συνεχώς με αποκαλύψεις που
έχουν στόχο κυρίως τον υπουργό Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως. Στη σχετική
ειδησεογραφία περιλαμβάνονται και πληροφορίες που υποδεικνύουν κάποιο κέντρο
διαρροής από το Υπουργείο. Έτσι, στις 20 Ιανουαρίου η ''Καθημερινή' αποκαλύπτει
ότι ο υπουργός «ενεθυλάκωσε» 119.00 δραχμές «υπό τύπον οδοιπορικών εξόδων». Τα
χρηματικά εντάλματα για τη λήψη του ποσού αυτού υπάρχουν, οπότε «ο κ. Κύρκος
δεν είναι δυνατόν να τα αμφισβητήσει».
`
Η εφημερίδα ''Υπαλληλική' φέρνει σαν βέβαιο
«δράστη» της διαρροής τον Καρυωτάκη. Έτσι, στις 29 Ιουλίου 1928, δημοσιεύοντας
την είδηση της αυτοκτονίας του, την αποδίδει «εις την απατηλή δίωξιν την οποία
υφίστατο εκ μέρους του τέως υπουργού Προνοίας κ. Κύρκου, τον οποίον ο εκλιπών
συνάδελφος είχε προ καιρού καταγγείλει δια την εξόγκωσιν κονδυλίων ατομικών
οδοιπορικών και άλλων υπερβασιών».
Το άρθρο του Καρυωτάκη με τίτλο «Ανάγκη
χρηστότητας» που δημοσιεύτηκε στον τύπο τις 8 Φεβρουαρίου 1928, δεν ήταν ένα
ξέσπασμα της στιγμής. Ερχόταν μετά από μια σειρά ανάλογων ποιητικών κειμένων,
όπως είδαμε, έντονου ρεαλισμού, με έκδηλο κοινωνικό χαρακτήρα. Το ποίημα δε
"Εις Ανδρέαν Κάλβον', τοποθετείται χρονικά πλησιέστερα προς το άρθρο
«Ανάγκη Χρηστότητας». Λίγους μήνες μετά θα ακολουθήσει και το πεζό με τον τίτλο
"Κάθαρσις', όπου ο Καρυωτάκης εκφράζει καταστάσεις όχι μόνο της
υπαλληλικής αλλά και της ευρύτερης κοινωνικής ζωής, εντασσόμενο κι αυτό στον
κύκλο των πολιτικών κειμένων του ποιητή.
Από τη μελέτη του κειμένου του άρθρου του, είναι
φανερό, πως ο Καρυωτάκης θεωρεί τη δημοσιοϋπαλληλική τάξη αλληλέγγυα προς τα
ευρύτερα λαϊκά συμφέροντα, ενώ δίνει και ηθική διάσταση στο πρόβλημα των
σχέσεων διοικητικής εξουσίας- υπαλλήλων, θέτοντας ζήτημα χρηστής διοίκησης, την
θεωρεί διαφθορέα συνειδήσεων, ένα φαινόμενο που οδηγεί σε κοινωνική αποσύνθεση.
Ενδιαφέρον ακόμα είναι να παρακολουθήσει κανείς τις έκδηλες διαφοροποιήσεις του
Καρυωτάκη όσον αφορά τη θέση των δημοσίων υπαλλήλων και τη στάση τους απέναντι
στη ζωή και στα πράγματα.
Έτσι ενώ στο ποίημα "Δημόσιοι Υπάλληλοι', η
κατάσταση είναι καταθλιπτική και λιμνάζουσα αφού: "Οι υπάλληλοι όλοι
λιώνουν και τελιώνουν/σαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία. (Ηλεκτρολόγοι θά
'ναι η Πολιτεία/κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν.)', τώρα οι δημόσιοι υπάλληλοι
-και πρώτος αυτός- προβάλλουν διεκδικητικοί, μαχητικοί και ανυποχώρητοι.
Επισημαίνεται ότι οι τολμηρές προτάσεις του Καρυωτάκη δεν είναι αποτέλεσμα
αναζητήσεων και ανάλογων ιδεολογικών κατευθύνσεων, που θα μπορούσαν να
ενταχθούν σε συγκεκριμένα πολιτικά- ή και κομματικά- σχήματα της εποχής. Όλα
αυτά ο Καρυωτάκης τα υιοθέτησε καθ' οδόν, ενώ η ενεργός συμμετοχή του στον
συνδικαλισμό τον έφερε πιο κοντά στην πραγματικότητα, συνειδητοποιώντας πτυχές
της κοινωνικής ζωής που δεν υποψιαζόταν. Πάντως η πρότασή του για κρατικοποίηση
της εμπορίας καπνού έχει και οικονομικό ενδιαφέρον αφού κατά την περίοδο 1922-
1929 αποτελούσε μεγάλο μέρος των κρατικών εσόδων και τη βασικότερη πηγή εισροής
συναλλάγματος, ενώ με την καλλιέργειά του ασχολούνταν 150.000 αγροτικές
οικογένειες και ζούσαν απ' αυτόν.
Να έχουν όλα τούτα σχέση με την εκρηκτική φράση
«και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας
σαρώσει!'
`
Απόσπασμα 2
Τελευταίο ταξίδι: Πάτρα - Παρίσι - «Σωτηρία» -
Πρέβεζα
Πάτρα: Ο Καρυωτάκης παραιτείται από Γεν. Γραμματέας
της Ε.Δ.Υ.Α. και αναλαμβάνει υπηρεσία στην Πάτρα όπου έχει αποσπασθεί. Η
απομάκρυνση του Καρυωτάκη από την Αθήνα, μια πόλη που του έδινε κάποιας μορφής
σιγουριά, αφού βρισκόταν ανάμεσα σε ανθρώπους που τον εκτιμούσαν και
αναγνώριζαν σ' αυτόν όχι τον εισηγητή του Υπουργείου αλλά τον ποιητή, δεν ήταν
για τους προϊσταμένους του αρκετή τιμωρία. Θα υποστεί ακόμη μια μεθοδευμένη
τιμωρία, για τη μη έγκαιρη, δήθεν, εμφάνισή του στην υπηρεσία που αποσπάστηκε,
παράπτωμα που τιμωρείται με την ποινή του "προστίμου ίσου προς τας
αποδοχάς δέκα ημερών'..
Η οργή του Καρυωτάκη για την αδικία αποτυπώνεται
καθαρά σε γράμμα που στέλνει στους δικούς του στις 23- 3- 1928: "Η υπομονή
μου εξηντλήθη, και βλέπω ότι δεν εξαρτάται πια από μένα να μείνω σ' αυτό το
Υπουργείο, στο οποίο για να σταθεί κανείς, πρέπει να είναι αρκετά
παλιάνθρωπος'. Όποιος έχει χρηματίσει δημόσιος υπάλληλος κι έχει βρεθεί στη
θέση του ανίσχυρου μπροστά στην πάνοπλη κρατική εξουσία κι έχει δει την τύχη
του να ταλανίζεται ανάμεσα σε διατάξεις, νόμους, και παραγράφους, μπορεί να
νιώσει βαθιά τον Καρυωτάκη. Το πρόβλημα βέβαια τελικά δεν είναι της καθημερινής
πρακτικής στο χώρο της Δημόσιας Διοίκησης- η παχυδερμία της είναι δεδομένη-
αλλά όσων εξακολουθούν να διαθέτουν λεπτεπίλεπτους δείκτες που ξαφνιάζονται και
αντιδρούν ρεαλιστικά.
Ο Καρυωτάκης δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την
πραγματικότητα. Οι γωνιές όπου όλοι βόλευαν χωρίς πολλά προβλήματα τις
συνειδήσεις τους, ήταν αποπνικτικές για το στενόχωρο αυτό άνθρωπο, που έβλεπε
παράλληλα πως ήταν μάταιο να καμωθεί τον Ηρακλή μπροστά σε μια Λερναία Ύδρα
ακαταμάχητη. Ο ρόλος που του ταίριαζε ήταν του Δον Κιχώτη που σκόνταφτε πάνω
στη λογική και στα ραβδιά των άλλων, μ' ένα όνειρο στην άκρη του κονταριού και
τον Σάντσο δίπλα του να επαναλαμβάνει: "Δε σ' τόλεγα;'.
Oι ανεμόμυλοι βέβαια είναι ανεμόμυλοι, αλλά αν δεν
υπήρχε αυτή η δυνατότητα φυγής, ο ομφάλιος λώρος με τον κόσμο έπρεπε να κοπεί:
"Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα, σε κάποιο τόπο αγνώριστο και
νέο, θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα, απλό στοιχείο, ελεύθερο,
γενναίο'.
Παρίσι: Πριν επιχειρηθεί η μεγάλη έξοδος όμως, ο
ποιητής, τη μέρα που τελειώνει η απόσπασή του στην Πάτρα, στις 13-5-1928,
φεύγει για το Παρίσι. Από κει στέλνει γράμμα στον αδελφό του για να μην παραλείπει
να τον ενημερώνει για τις εξελίξεις στο Υπουργείο.
«Το Παρίσι», σημειώνει ο Σακελλαριάδης, «δεν του
'κανε την εντύπωση που περίμενε. Ξανάρχισε και κει, όπως παντού σαν έφευγε
μακριά από την Αθήνα, να νοσταλγεί τη ζωή της και να μη βρίσκει κανένα θέλγητρο
μακριά απ' αυτή». Η είδηση περί μετάθεσής του τώρα στην Πάτρα πάλι, δεν τον
ξάφνιασε, απλά τον λύπησε και πάλι ο τρόπος τιμωρίας υπαλλήλου αναπολόγητου,
χωρίς να κινηθούν οι νόμιμες διαδικασίες, κυρίως γιατί το αδίκημα δεν μπορεί να
αποδειχτεί. Ούτε όμως υπάρχει κανένα επίσημο έγγραφο που να αναφέρεται σε
μετάθεση στην Πάτρα- αντίθετα, υπάρχει απόφαση στις 21-4-1928 για μετάθεση στην
Πρέβεζα- αποδεικνύοντας και το ανεπίσημο της πληροφορίας, αλλά και την ύπαρξη
ισχυρής παρέμβασης που άλλαξε τις προθέσεις του Συμβουλίου προκρίνοντας τελικά
τη δυσμενέστερη τοποθέτηση του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα, που ισοδυναμούσε με
καταδίκη σε εξορία. Η μετάθεση δημοσιοποιείται στο ΦΕΚ 80/24-5-1928, ο
Καρυωτάκης την άλλη μέρα καλείται με επίσημο έγγραφο να επιστρέψει στην
Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου λόγω λήξης της απόσπασης στην Πάτρα, ενώ την
επομένη, 26-5-1928, του ανακοινώνεται η απόφαση μετάθεσής του στην Πρέβεζα μετά
από ακρόαση (και πιθανή σύγκρουση) με τον Υπουργό. H σκληρή και ανυποχώρητη
στάση του Υπουργείου, είναι εύγλωττη απόδειξη για το πόσο εκείνη η ακρόαση
σταθεροποίησε το χάσμα αντί να το γεφυρώσει. Δε μένει τίποτα άλλο για τον
Καρυωτάκη από το να φορτώσει το μπαούλο του για την Πρέβεζα.
«Σωτηρία»: Πριν φύγει όμως, ο Καρυωτάκης
επισκέφτηκε την Πολυδούρη. Στη «Σωτηρία» η ζωή είναι ανυπόφορη στους θαλάμους
τρίτης θέσης, γι' αυτό η Πολυδούρη θα ζητήσει να τη μεταφέρουν σ' ένα δωματιάκι
μικρό, κοντά στην είσοδο, που προοριζόταν για τους μελλοθανάτους. Το δωματιάκι
όπου νοσηλευόταν, το διακόσμησε με πορτραίτα ποιητών όπως ο Μπάιρον, ο
Μπωντλέρ, ενώ την φωτογραφία του Καρυωτάκη την είχε στο κομοδίνο της. Είχε
ακόμα και μια μικρή εικόνα του Χριστού, που γι' αυτήν αντιπροσώπευε το «μεγάλο
ποιητή και ρομαντικό των αιώνων».
Την επισκεπτόταν ο Φώτος Πολίτης, η Μαρίκα
Κοτοπούλη, οι ποιητές Παπαδάκης, Ζώτος και Χονδρογιάννης, ενώ της
συμπαραστάθηκε με πολλή αγάπη η Μυρτιώτισσα. Εκεί έμελλε αργότερα να μάθει για
την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και εκεί θα γνωριστεί με τον Γιάννη Ρίτσο,
άρρωστος κι αυτός τότε, ήταν δεν ήταν 20 χρονώ, στον οποίο αφιέρωσε το ποίημα
"Θυσία'. Ο Ρίτσος συνδέεται φιλικά με τη Μαρία Πολυδούρη, αφού μοιράζεται
μαζί της την αγάπη για την ποίηση, αλλά και την οδυνηρή εμπειρία της νοσηλείας
στο σανατόριο. Στην «Σωτηρία» θα της σταθεί ιδιαίτερα η αδελφή της Βιργινία που
αφιέρωσε όλη της την ζωή στην Μαρία. Ιδανική άρρωστη για ένα μικρό διάστημα,
κάνει την κούρα της συστηματικά και υπάκουα, ώσπου ένα πρωί δέχεται την
επίσκεψη του Καρυωτάκη.
Εκείνη τον δέχτηκε στο σαλόνι. Νιώθοντας στο θερμό
σφίξιμο του χεριού του, στο χαμόγελο, στη συγκρατημένη συγκίνησή του, στη μορφή
του, την απέραντη λύπη και επιείκεια, ίσως και τον τρόμο μπρος στα αποστεωμένα
μάγουλα της Μαρίας, εκείνη τρόμαξε, δεν θα άντεχε τον οίκτο του. Με την παγερή
συμπεριφορά της παίζει μια φορά ακόμη την κωμωδία της δυνατής κι αρνιέται τη
συγνώμη της συμπεριφοράς του. «Μια αιώνια παρεξήγηση», γράφει η Ζωγράφου, «να
τι θα μείνει πάντα ανάμεσά τους. Μια μοιραία αλυσίδα παρανοήσεων και
παρεξηγήσεων που θα τους χωρίζει στις πιο δύσκολες στιγμές και ακριβώς, όταν θα
''χουν περισσότερη ανάγκη ο ένας τον άλλον».
Τότε της έδωσε και την τελευταία του συλλογή
"Ελεγεία και Σάτιρες', σημαδεμένη στη σελίδα όπου υπήρχε το τραγούδι:
"Ένα ξερό δαφνόφυλλο'. Εκείνη μετά τη συνάντησή τους γράφει το περίφημο
ποίημά της "Γυρισμός': "Ήρθες! Ήρθες! Πλημμύρισε η χαρά μου/κι η
λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξει. Ήρθες, όσο κι αν μάκρυνεν ο χρόνος,/ο ίδιος
χρόνος την πόρτα σούχει ανοίξει' ..."Τώρα πια όπως άλλοτε, δε θέλω/εύοσμα
άνθη απ' τα νεανικά σου χέρια. Είμαι σεμνή. Με κάθαρεν η αγάπη/απ' τα στολίδια,
δες, μ' έγδυσε πλέρια'.
Σ' εκείνον βέβαια που δεν κατάλαβε τίποτα από όλα
αυτά, η τελευταία τους συνάντηση θα του αφήσει βαθιά πικρία, χάνοντας ακόμη
περισσότερα κρατήματα ψυχής. Εκείνη θα το νιώσει με τη διαίσθησή της και θα
γίνει μια νευρική, ανυπόφορη άρρωστη, με την αγωνία και την προσδοκία μιας
καταστροφής να ωριμάζουν μέσα της. "Την υποψία της δεν της την
αρνιόταν/πως κάτι φοβερό τον περιμένει'. Σαν το ζώο που ψυχανεμίζεται τη
θύελλα, περίμενε αγριεμένη, με τ' αυτιά τεντωμένα, ώσπου ακούστηκε η πιστολιά
από την Πρέβεζα: "Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη/τον βρήκανε νεκρό μ' ένα
σημάδι/στον κρόταφο. ' έγραψε.
Σύντομο βιογραφικό της Αλεξάνδρας Κωστάκη-Μέξη.
Η Αλεξάνδρα Κωστάκη, σύζυγος και μητέρα τριών
παιδιών, γεννήθηκε και διαμένει μόνιμα στην Πρέβεζα, στον όρμο Βαθύ, στη σκιά
του ευκαλύπτου, αυτόπτη μάρτυρα της αυτοχειρίας του θλιμμένου ποιητή Κ.
Καρυωτάκη και λογοτεχνικoύ της μέντορα - τρόπον τινά- περί τα ποιητικά.
Υπηρέτησε την Προσχολική Αγωγή και Εκπαίδευση για 27 χρόνια (τα 3 τελευταία και
σαν υπεύθυνη Περιβαλλοντικής Εκπ/σης Α/θμιας Εκπ/σης Ν. Πρέβεζας). Έχει εκδόσει
το μελέτημα «Κ. Καρυωτάκης- Μαρία Πολυδούρη, «Αγάπησα έναν ποιητή κι όχι ήρωα»
(εκδόσεις «Άπειρος Χώρα», 2014) και την ποιητική συλλογή «Μανόλιες και ευκάλυπτοι»,
Σειρά Ποιείν, εκδ. Μετρονόμος. Ποιήματα και κείμενά της φιλοξενούνται σε
τοπικές εφημερίδες, περιοδικά και στο διαδίκτυο με το ψευδώνυμο «Μανόλια»