Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας
«Του βλέμματός του να ρουφώ τη ζαφειρένια δρόσο»
Όσο περνούν τα χρόνια και γερνάμε - άσχετο, αν πολλοί δεν θέλουν να το
παραδεχτούν- τόσο εξασθενεί η μνήμη μας.
Φυσικό φαινόμενο θα έλεγε κάποιος.
Φυσικό, όμως, φαινόμενο θα έλεγα κι εγώ πως όλοι μας τρέφουμε τα
θυμητάρια μας. Κι αυτά δεν είναι απλά ενθυμήματα. Είναι τρόπος ζωής, που
στοιχειοθετήθηκε και θεμελιώθηκε εκεί, στην Ήπειρο, στα χωριά μας.
Θυμάμαι το ήρεμο χωριό που πέρασα έρημος εκεί
και μες στα μάτια η ομορφιά μ’ είχε φιλήσει
κι ακόμα η μνήμη μου κρατεί σα μακρυσμένη μουσική
μύρα, λαλιές κι ιριδισμούς-ξανθό μελίσσι.
Κι όλα αυτά
δεν είναι, απλά ένα σελάγισμα μιας
περασμένης ζωής, μια βουκολική αναπόληση,
μια θύμηση περαστική, ένα μαντίλι λερωμένο κι άπλυτο, όπως
«χαριτωμενοειδώς» διαπίστωσε στη γιορτή των Ηπειρωτών στην Αργυρούπολη ο Δήμαρχος Αργυρούπολης (28/9 2014) κ. Κωνσταντάτος ψέγοντας τους Ηπειρώτες γιατί δεν μερίμνησαν,
τέλος πάντων, να το πλύνουν.
«Το παραστράτισμα του εμπόρου, ο πολιτευόμενος∙
που την έχει την πολιτική επάγγελμά του»
Κ. Παλαμάς
Κι ας μας δουλεύουν αγρίως «οι εκπολιτισμένοι», οι πρωτευουσιάνοι, εμάς
τους οπισθοδρομικούς, τα «βλαχοόντα»,
που δεν ρίξαμε στην νεροτριβή το μαντίλι του Γιάννη, δηλαδή την παράδοση, τη
συνέχεια και την συνέπεια των Ηπειρωτών, για να μην χαριτωμενιάζει ο κ.
Δήμαρχος.
Στη λάσπη ρίξαν τη ζωή, συντρίψαν τα φτερά▪
όλα τα δώρα σάπισαν αδώρητα, μα ακόμα
σε μια άκρη της καρδιάς ανθεί κυκλάμινο η χαρά
πάνω απ’ το χιόνι της σιωπής κι απ’ των χυδαίων το
σκώμμα.
Κ. Παλαμάς
Εμείς ζούμε στο Ηπειρώτικο χωριό. Αληθινή ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
μέσα στη χλαλοή της σοβαροφάνειας και της πρωτευουσιάνικης χλαπαταγής.
Πόθοι κι αγάπες, όνειρα κι ελπίδες στο
ηπειρώτικο λιακωτό από λούλουδα βαλμένες.
Αχολογούν οι
ρεματιές και στα λουμάκια οι τζιτζικάδες συνεχίζουν το τραγούδι τους.
Και μεις εδώ στην πρωτεύουσα μονολογούμε:
Να ‘χα νερό απ’ τον τόπο μου
και μήλο απ’ τη μηλιά μου,
σταφύλι ροδοστάφυλο
απ’ την κληματαριά μου.
Από ‘δω, από την πρωτεύουσα, μακριά από τη φύση,
μέσα στις πολυκατοικίες που έδιωξαν τα δεντράκια, τις αλάνες, τα δασάκια, τα
αλογάκια με τα καρότσια των μανάβηδων, όπως λένε οι παλιοί, με γλυκούς
ανασασμούς, ζούμε, αναπνέουμε στην Ήπειρο.
Από ‘δω από την πρωτεύουσα ο κάθε Ηπειρώτης αναζητά:
Του καλοκαιριού
τα μυστικά γλυκά να διδαχτεί
μέσα στους μελαψούς μηρούς μιας νέας κοντά στη
στάνη,
στα στήθια να βάζει αυτή το πέλαο τ’ ανοιχτό
κ’ αυτός τον
έναστρο ουρανό να της φορά φουστάνι.
Από ‘δω προσπαθούμε να δώσουμε την απάντησή μας
στήνοντας μνημονικά ξωκλήσια, λειτουργώντας δηλαδή καθαρά παραδοσιακά,
κατανοώντας και νιώθοντας το μουσκεμένο μαντίλι της Ηπειρώτισσας και του Γιάννη
είτε το καταλαβαίνουν άλλοι είτε όχι και ακόμη περισσότερο, αν χαριτωμενιάζουν
«αποπατώντας» στην ιερή για μας Ηπειρώτικη Παράδοση.
Η αντιπροσωπεία της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας. Έδωσε την απάντηση ο Αντιπρόεδρος Κώστας Κωνής |
(Και κοντά στα εξωκλήσια οι ερωτευμένοι λειτουργοί
και τα φιλιά τροπάρια )
Εκεί, στην
Ήπειρο του αγώνα και της λευτεριάς.
Στην Ήπειρο της θυσίας και της αξιοπρέπειας.
Στην αιματοβαμμένη Ήπειρο.
Στην παρατημένη -κυριολεκτικά και μεταφορικά-
Ήπειρο.
Αφιερωμένοι στους Ηπειρώτες και τις Ηπειρώτισσες.
Σ' αυτούς που είπαν και έγραψαν με το αλέτρι στα
περήφανα και αδούλωτα ηπειρώτικα χωράφια:
βαρύς ο
κόσμος να τον ζήσεις,
όμως για
λίγη περηφάνια το αξίζει
Στην Ήπειρο, εκεί όπου ο καθένας θα μολογάει:
Βλέπω το λουλούδι που ξεριζώθηκε από τη γη, που
γεννήθηκε και μαραίνεται σιγά σιγά ξαναφυτεμένο στο ηπειρώτικο χώμα.
Ποια είναι η αιτία του σιγαλού και θλιβερού
θανάτου;
Είναι το νέο χώμα που δέχτηκε στις ρίζες του;
Είναι ο ιδρώτας που το νοτίζει;
Το νερό που το ποτίζει;
Είναι ο ήλιος που το φωτίζει;
Είναι τα πουλιά που κελαηδούν γύρω του;
Ή μήπως είναι η μουσκεμένη ποδιά της Ηπειρώτισσας
από τα δάκρυα που πηγάζουν από την ξενιτιά;
Ξενιτιά και Ήπειρος
Σφυρίζοντας ανάμεσα στις πέτρες και τους βράχους, ο
άνεμος μοιρολογεί το ρήμαγμα του τόπου.
Μόνο τα πυκνά δάση έμειναν στη θέση τους, ξεχασμένα
και αδούλωτα.
Και εμείς με αδούλωτη, υπερήφανη και καθαρή
ηπειρώτικη σκέψη με αγανάκτηση που είναι μια δυνατή ηπειρώτικη κραυγή πόνου,
αγωνίας, ακόμα θυμού και θύμησης. Θύμησης της ξενιτιάς.
Ανάθεμά σε, ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις!
Αυτό κ. Δήμαρχε είναι το νόημα του τραγουδιού, του
Δημοτικού τραγουδιού με τον τίτλο: «Γιάννη μου το μαντίλι σου».
Και κάτι άλλο.
Μ’ αυτά και μ’ άλλα η παράδοση δεν ξεπλένεται.
Καταργείται!
Δεν νομίζω πως κάτι τέτοιο ανήκει στα δημοτικά καθήκοντα…