Tης
Γεωργίας Τριανταφυλλίδου*
Προβατίνα
γιαχνί
Aπό
παιδί δεν είχα σχέση με το βουνό. Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε οικογενειακώς στη
Χαλκιδική ή στον τόπο καταγωγής των γονιών μου. Θάλασσα παντού. Από στάχυα, στη
δεύτερη περίπτωση. Κυμάτιζαν τα εύφορα χωράφια που πότιζε ο Αγγίτης. Αλλά ακόμη
κι εκεί, η κοντινότερη παραλία απείχε μόλις μισή ώρα με το αυτοκίνητο. Τα
καλοκαίρια ήταν επίπεδα και χρυσογάλανα. Δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να υπάρχουν
διακοπές σε μέρη με στεγνούς ανθρώπους. Παρόλο που οι πληροφορίες σχετικά με τα
βουνά θα εξέφραζαν ευχαρίστως ότι κι εδώ άνθρωποι περνούν καθημερινά τη ζωή
τους και ανεβοκατεβαίνουν, πάντα πίστευα ότι την περίοδο του θέρους αυτό μάλλον
θα γίνεται στανικώς κι επειδή στα ψηλά τούς έριξε μια αναποδιά της τύχης. Μετά
μεγάλωσα. Αλλά δεν μεταστράφηκα. Απεναντίας, οι πολυδιαφημισμένες εκδρομές σε
ορεινούς προορισμούς, οι ξενώνες-αρχοντικά, οι χορτόπιτες και οι χειροποίητες
μαρμελάδες από φρούτα του δάσους για πρωινό, οι υποσχετικές βελέντζες μπροστά
στο τζάκι, με έπειθαν ακόμη περισσότερο ότι το βουνό θέλει του κόσμου τα συμπράγκαλα
για να γίνει θελκτικό, εκεί όπου η θάλασσα αρκεί από μόνη της. Δροσίζεσαι,
ερωτοτροπείς εντός της, τρέφεσαι από τα σπλάχνα της. Αν θες, κοιμάσαι στην
άμμο.
Ήταν
το 2010 που αποδεχθήκαμε την πρόσκληση ενός φίλου να περάσουμε τον
Δεκαπενταύγουστο στη γενέτειρα της συζύγου του, στο Πωγώνι. Η Βήσσανη μας
έκλεψε την καρδιά. Τόπος αυστηρός και γλυκός μαζί. Η φτώχια έστειλε από νωρίς
τους κατοίκους στην ξενιτιά: Αμερική, Ρουμανία, Κωνσταντινούπολη. Οι
Βησσανιώτες διέπρεψαν ως φουρνάρηδες. Οι γυναίκες μεγάλωναν τα παιδιά που οι
σύζυγοι έσπερναν κατά τη διάρκεια της ολιγόμηνης παραμονής τους στο χωριό.
Ερχόμενοι από τα ξένα, άφηναν πίσω τους χρήματα και τέκνα. Έτσι υψώθηκαν τα δύο
σχολεία, πετρόχτιστο παρθεναγωγείο και αρρεναγωγείο: όταν σ’ ένα μέρος δεν υπάρχει
δουλειά για τα χέρια, το «κεφάλι» έχει την τιμητική του. Όλες οι ελπίδες
αποτίθενται πλέον στο τι θα κατεβάσει αυτή η κούτρα, τι θα σκαρφιστεί ένας
μορφωμένος νους. Οι Βησσανιώτες έσπρωχναν τα παιδιά τους στα γράμματα.
Το
να ακούς τραγουδισμένο τον διάσημο στίχο «Βησσανιώτισσα, σε φίλησα κι
αρρώστησα» στην κεντρική πλατεία της Βήσσανης είναι σα να τρως ρεβανί Βεροίας
στη Βέροια και να πίνεις ούζο Πλωμαρίου στο Πλωμάρι. Τουριστική εκπλήρωση ή
δικαίωση της ντόπιας αισθητικής; Δεν πολυβασανίστηκα. Απλώς, κοίταξα με άλλο
μάτι τις Βησσανιώτισσες. Το γλέντι είναι τριήμερο και ξεκινά από την παραμονή.
Τα προεόρτια έχουν χαρακτήρα προθέρμανσης. Χάρτινα τραπεζομάντηλα, σουβλάκια,
κλαρίνα, όλα θα στρώνονται, θα ψήνονται και θα ακούγονται, θαρρείς, πολύ
καλύτερα ανήμερα της Παναγίας. Η σύναξη των απανταχού Βησσανιωτών είναι κάτι
σαν τάμα. Κάθε χρόνο ξέρουν ότι θα βρεθούν εκεί, ήδη από την επαύριο της λήξης
του γλεντιού αρχίζουν να μετρούν μέρες μέχρι το επόμενο σμίξιμο. Τα δύο πρώτα
χρόνια ―φέτος είναι η πέμπτη, αισίως, φορά που θα βρεθούμε εκεί οικογενειακώς―,
και παρά τη φιλική διάθεση των ντόπιων, είχαμε πλήρη συνείδηση της ξενότητάς
μας. Οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν ενθυμούμενοι παλιές, καλές στιγμές. Ανακαίνιζαν
το πατρικό τους. Χόρευαν κατά σόγια. Εμείς λες και κοιτούσαμε τη ζωή τους. Το
Πωγώνι είναι ευγενικό αλλά συγκρατημένο. Μετράει τα λόγια του. Δεν
ανταγωνίζεται τα Ζαγόρια. Χρησιμοποιεί παλιούς, δοκιμασμένους κώδικες
συμπεριφοράς, οι οποίοι του επιτρέπουν να διατηρήσει την επαφή μ’ εκείνο που ο
χρόνος όλο και πιο δύσκολα πια στις μέρες μας κρατάει ανέγγιχτο. Το Πωγώνι δεν
«βάφεται» το τοπικό του χρώμα για να γίνει αρεστό.
Το
πρωί του Δεκαπενταύγουστου, στο γλέντι
μετά την πανηγυρική θεία λειτουργία, συμμετέχουν αποκλειστικά οι
ντόπιοι. Ο χορός τους καταλήγει εκστατικός. Είναι περισσότερο δικός τους από
ποτέ, αποτέλεσμα μιας ομαδικής ευτυχίας μεταξύ συντοπιτών. Το βράδυ ανήκει σε
όλους. Και η νύχτα της 16ης στους νέους του χωριού, που αναλαμβάνουν να
συντηρήσουν με τη σειρά τους την εορταστική ατμόσφαιρα, να εξοικονομήσουν τα
χρήματα για την ορχήστρα, άξιοι συνεχιστές στο χοροστάσι και την εθιμική, θα
έλεγε κανείς, νομολογία: τα εγγόνια χορεύουν ώς το ξημέρωμα, διεκδικώντας με τη
σειρά τους τη μελλοντική έκσταση ενός επερχόμενου πρωινού γλεντιού που με τα
χρόνια θα αξιωθούν στο ίδιο πάντα μέρος.
Η
επίσκεψη στη Βήσσανη μας επιφύλαξε κι άλλη μια έκπληξη. Το τραπέζι που
παραθέτει ο Ηλίας το μεσημέρι της 16ης Αυγούστου στους φίλους του. Ο Ηλίας
είναι από τους πιο λιγομίλητους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ. Βησσανιώτης ο οποίος έφυγε στην Αμερική, δούλεψε χρόνια
εκεί κι όταν πήρε τη σύνταξή του επέστρεψε στη γενέτειρα. Σήμερα του αρέσει να
κυνηγάει στα γύρω βουνά και να ψαρεύει στα ποτάμια. Δεν έκανε ποτέ οικογένεια,
ζει με τα σκυλιά του.
Ο
Ηλίας λοιπόν μαγειρεύει ο ίδιος την αριστουργηματική προβατίνα γιαχνί. Το
τραπέζι στρώνεται στη δροσερή μπίμτσα (κελάρι) ενός καλαίσθητα ανακαινισμένου
πετρόχτιστου σπιτιού και οι συνδαιτημόνες είναι αποκλειστικά άνδρες. Την πρώτη
φορά που το άκουσα κοντοστάθηκα συλλογισμένη. Φυσικά και θα υπήρχε ένα πιάτο
για μένα. Όπως και για όλες τις γυναίκες της συντροφιάς. Αλλά δεν μας
επιτρεπόταν να καθίσουμε μαζί με τους άρρενες ― τους οποίους, όμως,
εξυπηρετούσαμε μέχρι να σερβιριστούν όλοι: στην μπίμτσα μπαινοβγαίναμε
κουβαλώντας πιάτα, μεζέδες, κρασί, και αποχωρούσαμε τη στιγμή που θα καθόταν
και ο τελευταίος άντρας στο τραπέζι. Οι γυναίκες τρώγαμε στην παλιά, ευρύχωρη
κουζίνα.
Ο
Ηλίας χρόνια τώρα μαγειρεύει εκείνη τη μέρα αποκλειστικά για τους φίλους του.
Δεν είναι μισογύνης ή άξεστος. Έχει τόσο γλυκό χαμόγελο και δυνατή, θερμή
χειραψία. Όταν ξεσκεπάζει την κατσαρόλα του και μας αρπάζουν οι ευωδιές από τη
μύτη, χαίρεται σα μικρό παιδί τα γυναικεία επιφωνήματα θαυμασμού, τα
επιδοκιμαστικά μας σχόλια. Αλλά και τότε δεν μιλάει πολύ. Χωρίζει τις μερίδες
με σχολαστική ακρίβεια. Όλοι θα φάνε την ίδια ποσότητα και θα αναστενάξουν ηδονικά
σα σε χορωδία. Μετά από τέσσερις συνεχείς επισκέψεις στο χωριό, ξέρω πολύ καλά
πια ότι η ανδροκρατούμενη μπίμτσα της 16ης Αυγούστου είναι η ευγενικότερη
μάζωξη του καλοκαιριού. Οι δυο γιοι μου αποδέχονται με τον πατέρα τους τη
μεγάλη τιμή. Από την κουζίνα, ακούω τον βόμβο των συζητήσεων, τα γέλια, το
κουβάρι των αναμνήσεων των συγχωριανών που ξετυλίγεται μέσα σε συγκίνηση. Είναι
ωραίο που υπάρχει ένας τόπος μόνο για άνδρες. Ας είναι το κελάρι. Ας είναι για
λίγες ώρες μόνο. Η μαγειρική του Ηλία δεν αντιγράφεται. Σκέφτομαι ότι αυτός ο
σπάνιος συνδυασμός εσωτερικής ζεστασιάς και φλεγόμενης κατσαρόλας είναι καθαρά
Πωγωνίσιος. Περιμένω πώς και πώς την ώρα που, τοποθετώντας την κανάτα με το
κρασί στο τραπέζι, το βλέμμα μου θα συναντήσει και φέτος το βλέμμα του Ηλία
καθώς θα επιτηρεί ικανοποιημένος τo πέρας της ετοιμασίας. Καιρός μου να
αποσυρθώ.
Γεωργία
Τριανταφυλλίδου
*
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1968.
Σπούδασε
Νεοελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ.
Από
τα τέλη του 2000 ζει μόνιμα στην Καβάλα.
Έχει
εκδώσει τα ποιητικά βιβλία Ο ποιητής έξω (Άγρα, 2004)
και
Δικαίωμα προσδοκίας (Άγρα, 2008).
Σημείωση
ιστολογίου:
Η
Βήσσανη είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου.
ΠΗΓΗ:
http://monaxeros.blogspot.gr/2014/08/blog-post_679.html