Τι
προβλέπει η συμφωνία κυβέρνησης-τρόικας για το "Pay as You Earn"
Απευθείας
από μισθούς και συντάξεις θα παρακρατείται κάθε μήνα το σύνολο της ετήσιας
φορολογικής επιβάρυνσης.
Το σχέδιο θα τεθεί σε εφαρμογή από την 1η Ιουλίου του
2015, όπως συμφώνησαν κυβέρνηση και τρόικα, με στόχο τη μείωση των
ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Η
κεντρική ιδέα είναι πως όσο απομακρύνεται η ώρα πληρωμής των φόρων από την ώρα
που εισπράττονται τα εισοδήματα, τόσες περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν να
γίνουν ληξιπρόθεσμα.
Έτσι,
τρόικα και κυβέρνηση συμφώνησαν, να προχωρήσει από τις αρχές του 2015 και στην
Ελλάδα το μοντέλο "Pay As You Earn", το οποίο θα αποτυπωθεί και στην
αντίστοιχη έκθεση του ΔΝΤ.
Η
προεργασία είχε αρχίσει να γίνεται στο υπουργείο Οικονομικών αν και η
«παραίτηση για προσωπικούς λόγους» του γενικού γραμματέα δημοσίων εσόδων Χ.
Θεοχάρη- δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε καθυστερήσεις και ενδεχόμενη γκρίνια
της τρόικας.
Το
σχέδιο προβλέπει ότι οι φόροι εισοδήματος θα πληρώνονται επί της ουσίας κάθε
μήνα, καθώς θα παρακρατούνται σε τμήμα που αντιστοιχεί στο ένα δωδέκατο των
ετήσιων φορολογικών επιβαρύνσεων, από τους μισθούς και τις συντάξεις.
Για
παράδειγμα, αν ένας μισθωτός έχει και εισοδήματα από ενοίκια ή αγροτικές
εκμεταλλεύσεις, η μηνιαία παρακράτηση φόρου δεν θα αφορά μόνο στο μισθό του
όπως σήμερα αλλά και στα υπόλοιπά του εισοδήματα. Ο φόρος θα παρακρατείται στο
σύνολό του από το μισθό.
Έτσι,
όταν θα έρχεται η ώρα υποβολής των φορολογικών δηλώσεων, ο φορολογούμενος δεν
θα έχει την παραμικρή οφειλή φόρου εισοδήματος, το υπουργείο Οικονομικών θα
αυξήσει τις εισπράξεις εσόδων και θα διευκολυνθεί η μείωση των φορολογικών
συντελεστών, προϋπόθεση για την οποία είναι η υπερκάλυψη του στόχου για τα
έσοδα.
Πηγές
του υπουργείου Οικονομικών, εξηγούν ότι για να δουλέψει το σύστημα θα μπορούσαν
να λαμβάνονται υπ' όψιν τα εισοδήματα του προηγούμενου έτους.
Η
ΓΓΔΕ παίρνοντας υπ' όψιν τα εισοδήματα του προηγουμένου έτους και το φόρο που
αναλογεί, ενημερώνει τις επιχειρήσεις, το Δημόσιο ή τα ασφαλιστικά ταμεία για
τον μηνιαίο φόρο που θα πρέπει να παρακρατούν από τους εργαζόμενους ή τους
ασφαλισμένους τους. Δεν ενημερώνει τις επιχειρήσεις για τα έσοδα των
εργαζομένων τους, μόνο για το φόρο τον οποίο θα πρέπει να παρακρατήσουν.
Οι
όποιες μεταβολές εισοδημάτων, όπως π.χ η ενοικίαση ενός ακινήτου ή η παύση
ενοικίασης ακινήτου, θα πρέπει να δηλώνονται στην Γενική Γραμματεία Δημοσίων
Εσόδων, προκειμένου να ενημερώνει αντίστοιχα τους εργοδότες και τα ασφαλιστικά
ταμεία.
Στην
πράξη αυτό σημαίνει πως ένας φορολογούμενος με δώδεκα μισθούς και μηνιαίες
αποδοχές ύψους 1.000 ευρώ, μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών, σήμερα
οφείλει στο σύνολο του έτους φόρο 540 ευρώ.
Με
το ισχύον σύστημα παρακράτησης (από τον ετήσιο φόρο αφαιρείται ποσό 1,5% και το
υπόλοιπο διαιρείται δια 12 ή 14), η επιχείρηση η οποία τον απασχολεί του
παρακρατά κάθε μήνα φόρο 44,4 ευρώ και του καταβάλλει τα 955,6 ευρώ.
Ας
υποθέσουμε ότι ο συγκεκριμένος φορολογούμενος εισπράττει σε μηνιαία βάση
ενοίκιο 400 ευρώ. Με τα σημερινά δεδομένα όταν γίνει η εκκαθάριση της δήλωσής
του, για τα ενοίκια που έχει εισπράξει θα κληθεί να καταβάλλει φόρο 480 ευρώ.
Τα ενοίκια που έχει εισπράξει στη διάρκεια του έτους φτάνουν τα 4.800 ευρώ και
η επιβολή του συντελεστή 10% για ενοίκια έως 12.000 ευρώ οδηγεί το φόρο στα 480
ευρώ. Με το νέο σύστημα και τα 480 ευρώ του φόρου για τα ενοίκια θα
παρακρατούνται σε μηνιαία βάση από το μισθό.
Ο
εργοδότης θα ενημερώνεται από τη ΓΓΔΕ ότι θα πρέπει εκτός από την παρακράτηση
φόρου μισθωτών υπηρεσιών να διενεργήσει και παρακράτηση φόρου ενοικίων ίση με
480 ευρώ δια δώδεκα.
Επομένως,
θα πρέπει να παρακρατά σε μηνιαία βάση από το μισθό του εργαζόμενου 40 ευρώ
επιπλέον.
Με
τον τρόπο αυτό, η μηνιαία παρακράτηση συνολικά αυξάνεται σε 84,4 ευρώ και οι
αποδοχές που θα παίρνει στο χέρι ο μισθωτός περιορίζονται σε 915,6 ευρώ. Όταν
έρθει η ώρα υποβολής της δήλωσης όμως, δεν θα έχει την παραμικρή οφειλή φόρου.
Το
αρχικό σχέδιο προβλέπει πως αν ο φορολογούμενος παραλείψει να δηλώσει
εισοδήματα ώστε να μειώσει πλασματικά την μηνιαία παρακράτηση φόρου, τότε θα
έχει ποινή φόρου 3%.
Αν
διαπιστωθεί, από την άλλη πλευρά, ότι παρακρατήθηκε περισσότερος φόρος από αυτόν
που πραγματικά αναλογούσε τότε η ΓΓΔΕ θα επιστρέφει τον έξτρα φόρο με
προσαύξηση 1%.