«Αφέντη μου, αφεντάκη μου και συ βρε νοικοκύρη,
πέντε φορές αφέντεψες και πάλι αφέντης είσαι
Γράφει
ο Κίτσος ο Αθαμάνας
Τον
βλάχο τον εχάσαμε και τα βουνά ρημάξανε.
Πέθανε
ο βλάχος, πέθανε μέσα στο γιδομάντρι
και
τον κλαίει μια σιούτα μαύρη
Η
Ελληνική Δημοτική Παραδοσιακή Μουσική είναι το πιο τέλειο και άψογο δημιούργημα
μιας ανώνυμης λαϊκής ψυχής. Τόσο η μουσική σύνθεση των παραδοσιακών δημοτικών
τραγουδιών όσο και οι στίχοι τους, γράφτηκαν κατά κανόνα από ταλαντούχους
ανώνυμους συνθέτες. Ο λαϊκός μας ποιητής τραγούδησε στις περισσότερες
εκδηλώσεις της ζωής του Έλληνα, με τα πιο απλά και ωραία χρώματα, με τα πιο
απέριττα και λιτά λόγια, με δωρική ομορφιά και συνέδεσε τα δημοτικά τραγούδια
με όλες τις εναλλαγές της ζωής του και με όλα τα γεγονότα που τη συγκλόνισαν
και τον έκαμαν να αισθανθεί και να
γευτεί τη χαρά και τη λύπη.
Αυτή
είναι η αλήθεια. Μία πτυχή των δημοτικών τραγουδιών, -μιας και αναφερόμαστε σε
όλες τις εκφάνσεις της ζωής του Έλληνα- είναι η πολιτική. Ο λόγος γέμει
μεταφορών και παρομοιώσεων και κυριαρχεί η ποιητική λειτουργία της γλώσσας.
Στόχος ο εκμαυλισμός των ψηφοφόρων και η απόσπαση της ψήφου.
Με
τα χρυσά στολίδια σου
μαύρα
γλυκά είν’ τα φρύδια σου,
καίγεται
κι η καρδούλα μου
για
μια γειτονοπούλα μου
(Όπου
γειτονοπούλα βάλτε «ψήφος εις τας Δημοτικάς Εκλογάς»)
Και
απαξάπαντες οι υποψήφιοι επινοούν χίλια δυο τερτίπια, ακόμη τόσα και
περισσότερα τεχνάσματα, για να υφαρπάξουν την ψήφο.
Μια
κοκκινοφορεμένη,
μου
‘χει την καρδιά παρμένη.
Πώς
να κάνω να τη γελάσω,
το
χεράκι της να πιάσω;
(Αγώνας
δύσκολος, μέχρι εσχάτων!!! Ενίοτε όποιος κεράσει τα περισσότερα τσίπουρα!)
Το
κόκκινο, ως γνωστόν, συμβολίζει την αγάπη, το θυμό, την ωριμότητα και την ορμή.
(Έτσι για να κάνουν -οι Επαναστάτες!!!
γιούρια επί της κάλπης προς κατάκτηση της εξουσίας). Το κόκκινο είναι το
κατ' εξοχήν χρώμα του ερωτικού πάθους, το χρώμα της φωτιάς, της δύναμης, της
θερμότητας, του αίματος, της καύσης. («Τέτοια να ακούω. Να πιάσω τη Δημαρχία
και ας φωτοκαώ»).
Όλα
τ’ αμπέλια γύρισα
κι
όλα τα περιβόλια,
για
να βρω μήλο κόκκινο
κι
ένα κυδώνι αφράτο,
να
δώσω στην αγάπη μου,
ποτέ
να μην πεθάνει.
Ερμηνευτικές
σημειώσεις
Αμπέλια:
Τα καφενεία στα χωριά, όπου γίνονται οι προεκλογικές επισκέψεις.
Περιβόλια:
Είναι τα σπίτια των υποψηφίων. (Γλυκό νερατζάκι, κυδώνι, καφές και κατά την
αποχώρηση σακούλες με τραχανά, χυλοπίτες και, αντίστοιχα, φορτηγά με
υποσχέσεις).
Κυδώνι
αφράτο: δυνατό τάξιμο.
Να
μην πεθάνει: να μην «αλλαξοπιστήσει και ψηφίσει αλλού» κατά το «αλλού τρως,
αλλού πίνεις κι αλλού πας και το δίνεις».
Χαρακτηριστικό
είναι και το κλάμα του γέρου
Είδα
ένα γέρο που ‘κλαψε
σαν
να ‘τανε παιδάκι,
κι
από το κλάμα ράγισε
το
φτωχικό σπιτάκι.
Αιτία
του θρήνου, του κλαυθμού και του οδυρμού είναι το γεγονός, πως δεν εξελέγη «ο
δικός μας», ο οποίος είχε υποσχεθεί και διορισμό του εγγονού/ής.
Επί
συνεχόμενων αποτυχιών ο υποψήφιος τραγουδά:
Ωρέ,
εμένα το ‘χει η μοίρα μου,
το
‘χει το ριζικό μου,
ποτέ
χαρά να μην ιδώ
σε
όλο τον καιρό μου.
Έχω
πολλά παράπονα,
και
δεν τα λέει το στόμα,
γραμμένα
τα ‘χω στην καρδιά
για
να τα φάει το χώμα.
Η
πολιτική ως γνωστόν είναι συντηρητική, φιλελεύθερη, λαϊκίστικη, δημαγωγική,
ήπια και σκληρή. Ενίοτε είναι και επαμφοτερίζουσα, δηλαδή και «με τον Χωροφύλαξ
και με τον Αστυφύλαξ». (Καλά περνάνε!!!)
Καμάρι
που ‘χουν τα πρόβατα και λεβεντιά τα γίδια.
Καμάρι
που ‘χει ένας γαμπρός, που ‘χει δυο-τρεις
κουνιάδες.
Η
μια του δένει το άλογο, η άλλη το ξεσελώνει
κι
η τρίτη η μικρότερη, κρυφά τον κουβεντιάζει:
-Γαμπρέ
μ’ γιατί μας άργησες να ‘ρθεις στα πεθερ’κά σου;
-Ν-
είχα γεννό στα πρόβατα και ξεγεννό στα γίδια.
Αξιοπρόσεκτο
είναι και το παρακάτω δημοτικό.
Βρέχ’
απόψε και χιονίζει, Ρίνα Κατερίνα μου.
Αχ!
μ’ έπιασε ψιλή βροχή, Κατερίνα μοναχή. (δις)
Ας
ερχόσουν και ας βρεχόσουν κι ας γινόσουνα παπί.
Είχα
ρούχα να σ’ αλλάξω, Ρίνα Κατερίνα μου.
Κάπως
έτσι ο υποψήφιος παρακαλεί ή «επιπλήττει» τον υποψήφιο «πελάτη» του, ο οποίος
δεν προσήλθε στην προεκλογική του συγκέντρωση.
Όπου
«είχα ρούχα να σ’ αλλάξω» σημαίνει: ένα τσουβάλι υποσχέσεις.
Κι
όταν ο υποψήφιος πάρει «την μπούτσκα με τον κύπρο», τότε ακούγεται σαν
παράπονα:
Αυτά
τα μάτια τα γλυκά, για πες μου που τα βρήκες,
τα
είχες, για τα αγόρασες, για δανεικά τα πήρες.
Για
μαύρα μάτια χάνομαι, για γαλανά πεθαίνω
για
αυτά τα κρασογάλανα στον Άδη κατεβαίνω
Τα
μαύρα μάτια την αυγή δεν πρέπει να κοιμούνται,
μον’
πρέπει ν’ αγκαλιάζονται και να γλυκοφιλιούνται.
Αυτά
τα μάτια τα γλυκά, πουλί μου που τα ήβρες
και
με αυτά με πλάνεσες και σκλάβο σου με πήρες.
Τελικά
και οι ποιητές ανέλυσαν την κατάσταση. Έλληνες και ξένοι.
Οι
νέοι βάρβαροι
«Ήρθαν
οι βάρβαροι, αγαπητέ μου Καβάφη,
Έφτασαν.
Άρα υπάρχουν ακόμη.
Ενώ
εσύ μας διαβεβαίωνες … Υποσχόσουν
ότι
αυτοί θα ήσαν μια κάποια λύση.
Θα
ήταν καλύτερα να μην τους είχαμε υποδεχτεί.
Διότι
κλέψαν τις τόγες και τα πολύτιμα μπαστούνια μας.
Στέμματα,
βραχιόλια, δαχτυλίδια – κλέψαν.
κι
όλα τα κοσμήματα που τις καρδιές μας βαυκάλιζαν, τα 'κλεψαν.
Σκότωναν
για έναν απλό λόγο. Και η μεγάλη
σύγχυση,
ο τρόμος ο μεγάλος, ακολούθησαν.
Και
τώρα τι θα γίνουμε μ' αυτούς τους βαρβάρους ;
Οι
Συγκλητικοί νομοθετούν σπαζοκεφαλιάζοντας.
Με
πέντε κλειδαριές αμπαρώνουμε τις πόρτες μας
κι
οι δρόμοι κι οι καρδιές μας έχουν ερημώσει.
Ενώ
οι βάρβαροι αλωνίζουν ατιμώρητοι.
Και
στην ουσία δεν αποτελούν καμία λύση».
Ντιμίταρ
Βασίλεφ, Βούλγαρος ποιητής
Και
για την αντιγραφή Κίτσος ο Αθαμάνας