Έως
και 900 ευρώ το κιλό φτάνει η τιμή παραγωγού
Η
τρούφα, το χαβιάρι της γης, αξιοποιώντας άγονες εκτάσεις και απαιτώντας ελάχιστες
ποσότητες νερού, παρέχει μια εναλλακτική ευκαιρία αξιοποίησης των ορεινών αγρών
που εγκαταλείπονται με αυξανόμενο ρυθμό.
Είναι
μια επιχείρηση που υλοποιείται με πολύ μικρό αρχικό κεφάλαιο, δεν έχει πάγια
έξοδα και μπορεί να εξασφαλίσει ελκυστικό εισόδημα.
Πρόκειται
για ένα προϊόν χωρίς καλλιεργητικές απαιτήσεις και με ελάχιστο κόστος, η αξία
του οποίου ανταγωνίζεται το χαβιάρι, αφού η τιμή παραγωγού φθάνει έως και 900
ευρώ το κιλό.
Οι
«Επαγγελματικές Ευκαιρίες» αποκαλύπτουν τα δέκα μικρά μυστικά για την
καλλιέργεια της τρούφας:
-
Συνιστάται η καλλιέργεια τρούφας όχι σε έκταση μικρότερη των 4 στρεμμάτων,
ειδικά όταν συνορεύει και στις 4 πλευρές της με δασική έκταση. Για να είναι
ασφαλής ο μύκητάς μας θα πρέπει να φυτέψουμε τα δέντρα τρούφας σε απόσταση 10-12
μέτρων μακριά από τα γύρω δέντρα. Αυτή η προϋπόθεση μειώνει σημαντικά την
έκταση του ωφέλιμου χώρου του χωραφιού, αφού από τα 4 στρέμματα αξιοποιείται
περί το 1,8 στρέμμα.
Στο
ριζικό σύστημα των άγριων δέντρων υπάρχουν μύκητες που δρουν ανταγωνιστικά προς
τον μύκητα της τρούφας. Χρειάζεται να υπάρχει ασφαλής απόσταση, έτσι ώστε να
προστατεύεται ο μύκητας της τρούφας.
-
Η αναμενόμενη απόδοση της καλοκαιρινής μαύρης τρούφας είναι 5-15 κιλά ανά
στρέμμα, με την τιμή παραγωγού να ανέρχεται σε 250 ευρώ το κιλό, ενώ της
χειμερινής μαύρης τρούφας είναι 2-10 κιλά ανά στρέμμα, με την τιμή παραγωγού να
φθάνει έως και 900 ευρώ το κιλό (δηλαδή απόδοση από 1.250 ως 9.000 ευρώ το
στρέμμα).
Αυτό
που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι ότι τα έσοδα από μια καλλιέργεια
τρούφας είναι καθαρά λεφτά, αφού τα έξοδα για την παραγωγή της είναι αμελητέα.
Είναι δηλαδή μια επιχείρηση χωρίς ετήσια πάγια έξοδα, αλλά με σημαντικά έσοδα.
-
Η αγορά των φυτών κοστίζει περίπου 750 ευρώ ανά στρέμμα (40 φυτά/στρέμμα Χ 18,7
ευρώ/φυτό= 748 ευρώ ανά στρέμμα).
-
Η τιμή της στις αγορές παραμένει σταθερά ανοδική τις τελευταίες δεκαετίες.
Η
οικονομική κρίση δεν φαίνεται να επηρεάζει τη διάθεσή της, αφού η τρούφα
απευθύνεται στα πολύ υψηλά οικονομικά εισοδήματα, που είχαν και θα συνεχίσουν
να έχουν οικονομική ευρωστία.
-
Δεν είναι υδροβόρα, μια και απαιτεί το ελάχιστο νερό που θα χρειαζόταν
οποιαδήποτε καλλιέργεια (σκεφθείτε τι απαιτήσεις σε νερό έχει ένα πουρνάρι:
μηδαμινές).
-
Δεν χρειάζεται λιπάσματα (καμία επιβάρυνση του υδροφόρου ορίζοντα από νιτρικά).
-
Απαγορεύεται η χρήση φυτοφαρμάκων και μυκητοκτόνων, αφού αυτό που στην ουσία
καλλιεργούμε είναι ένας μύκητας.
-
Η τρούφα είναι ένα μανιτάρι που μεγαλώνει κάτω από το έδαφος (5-30 cm),
συμβιώνοντας με το ριζικό σύστημα ορισμένων δέντρων (αριά, πουρνάρι, βελανιδιά,
ρουπάκι, οστρυά, πεύκο, γαύρο κ.λπ.).
Δέντρα
δηλαδή της άγριας χλωρίδας της χώρας μας, αλλά και της μεσογειακής λεκάνης
γενικότερα, μια και τα είδη αυτά των δένδρων είναι κοινά σε Γαλλία, Ιταλία,
Ισπανία, Ελλάδα κ.α.
-
Η εγκατάσταση των φυτών τρούφας στο χωράφι μπορεί να γίνει είτε τον Μάρτιο είτε
τον Νοέμβριο.
-
Για μια έκταση 8-10 στρεμμάτων χρειάζονται δείγματα χώματος από 4 διαφορετικά
σημεία. Τα δείγματα λαμβάνονται από βάθος 30-35 εκατοστών περίπου. Αυτό
συμβαίνει για να υπάρξει μια αρχική εικόνα του χώματος του χωραφιού.
Εφόσον
τα αρχικά δείγματα είναι ικανοποιητικά, ακολουθεί περαιτέρω έλεγχος.
Όπως
επισημαίνουν στις «Επαγγελματικές Ευκαιρίες» του "Έθνους" η Κατερίνα Γιατρά και ο
Χρήστος Χρυσόπουλος, καλλιεργητές τρούφας, αντί να φυτέψει κάποιος σε ένα
αγρόκτημα ελιές ή αμυγδαλιές, φυτεύονται δασικά δέντρα.
Διάφορα
είδη βελανιδιάς, πεύκα, φλαμουριές, κουκουναριές κ.ά. Δημιουργείται, δηλαδή,
ένα μικρό δασάκι με άγρια δέντρα, στο ριζικό σύστημα των οποίων όμως -πριν
φυτευτούν- έχει εγκατασταθεί εργαστηριακά ο μύκητας της τρούφας.
Τα
δύο επόμενα καλοκαίρια μετά τη φύτευση αυτά τα δέντρα θα χρειαστούν λίγο
πότισμα για να «πιάσουν».