Με
ιδιαίτερα αυστηρούς περιβαλλοντικά όρους και χωρίς ιδιαίτερες επιπτώσεις στην
χλωρίδα, στην πανίδα αλλά και στην καθημερινότητα των κατοίκων θα προχωρήσουν
οι έρευνες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην
περιοχή των Ιωαννίνων.
Πρόκειται
για την τρίτη μετά τον Πατραϊκό και το Κατάκολο περιοχή που έχει επιλεγεί για
να γίνουν εξορύξεις πετρελαίου.
Ο
υπουργός Περιβάλλοντος κ. Γιάννης Μανιάτης ενέκρινε πρόσφατα τη Στρατηγική
Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για την έρευνα και εκμετάλλευση
υδρογονανθράκων στην περιοχή των Ιωαννίνων, την οποία είχε υποβάλει το
Εργαστήριο Μεταλλευτικής τεχνολογίας και Περιβαλλοντικής Μεταλλευτικής του
Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Πρόκειται για μια μελέτη 512 σελίδων, στην
οποία εντοπίζονται οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να τηρηθούν στη διάρκεια των
ερευνών και της εξορυκτικής δραστηριότητας, ενώ αναλύονται οι ενδεχόμενες
επιδράσεις στο περιβάλλον και στην τοπική κοινωνία. Η μελέτη αυτή θα αποτελέσει
το “μπούσουλα” για να εκπονηθούν στη συνέχεια οι περιβαλλοντικές μελέτες από
τον προτιμητέο επενδυτή που είναι η Εnergean Oil & Gas μαζί με την Καναδική
Tetra.
Στην
υπουργική απόφαση ορίζεται ότι οι σεισμικές έρευνες θα διέπονται από
συγκεκριμένο Περιβαλλοντικό Σχέδιο Δράσης (Environmental Action Plan – EAP),
ενώ στο σχεδιασμό όλων των υποστηρικτικών υποδομών που θα απαιτηθούν για όλες
τις εργασίες και τις εγκαταστάσεις έρευνας και παραγωγής θα πρέπει να υπάρχει
μέριμνα για την ελαχιστοποίηση κατάληψης του φυσικού περιβάλλοντος.
Όπως
αναφέρεται κίνδυνος για το υδατικό περιβάλλον θα μπορούσε να εμφανιστεί μόνο σε
περίπτωση ατυχήματος με διαρροή μεγάλης ποσότητας υδρογονανθράκων, ωστόσο στη
μελέτη σημειώνεται ότι τα ιστορικά δεδομένα δείχνουν ότι η πιθανότητα να
υπάρξει τέτοιο φαινόμενο αφορά 1 έως 2 στις 10.000 γεωτρήσεις, ενώ σε περίπτωση
υψηλών πιέσεων στις γεωτρήσεις η πιθανότητα εμφάνισης αυξάνεται σε 1 ανά χίλιες
γεωτρήσεις. Ωστόσο προτείνεται η χωροθέτηση γεωτρήσεων και εγκαταστάσεων να
αποφεύγει περιοχές επιρρεπείς σε πλημμύρες.
Ειδικότερα,
στα συμπεράσματα της μελέτης επισημαίνονται τα εξής:
Η
υλοποίηση του σχεδίου δεν αναμένεται να επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις ή
διαταράξεις προστατευόμενων οικοτόπων και ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας.
Όλοι οι οικότοποι θα διατηρηθούν σε καλή κατάσταση, αν και κάποια όχληση των
ειδών πανίδας, έστω και πρόσκαιρη, είναι πιθανό να συμβεί.
Γενικά,
οι αναμενόμενες επιπτώσεις θα είναι μικρές και περιορισμένες σε μικρή αναλογικά
έκταση και μπορούν να αναστραφούν σε πολύ μεγάλο βαθμό μετά το πέρας των
εργασιών και την αποκατάσταση του χώρου.-Ανάλογη είναι η εκτίμηση ως προς τις
επιπτώσεις για το έδαφος και το υπέδαφος, όπου σχετικά αναφέρεται ότι η
χωροθέτηση των εγκαταστάσεων του έργου πρέπει να αποφεύγει τοπικά γεωλογικά
στοιχεία ενδιαφέροντος, κοίτες πλημμυρών, υψηλής ποιότητας γεωργική γη κλπ. Στη
μελέτη επισημαίνεται ότι δεν είναι απαραίτητα επιπλέον μέτρα προστασίας, πλην
των όσων ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία.- Σχετικά με το τοπίο, αναφέρεται ότι
τόσο οι προσωρινές όσο και οι μόνιμες εγκαταστάσεις θα πρέπει να χωροθετούνται
με στόχο τη μείωση της οπτικής διαταραχής και την προώθηση της αποτελεσματικής
αποκατάστασης του διαταραγμένου τοπίου. Θεωρείται απαραίτητη η εκπόνηση ειδικής
τοπιολογικής μελέτης, ενώ οι όποιες επιπτώσεις είναι αναστρέψιμες μετά την
αποκατάσταση του χώρου.
Οι
επιπτώσεις στα ύδατα
Ως
προς το υδατικό περιβάλλον και με δεδομένο ότι θα τηρηθούν οι προδιαγραφές
ασφαλούς εκτέλεσης των εργασιών και διαχείρισης των παραγόμενων υγρών και
στερεών αποβλήτων, δεν αναμένονται δυσμενείς επιπτώσεις στα επιφανειακά και
υπόγεια νερά της περιοχής. Κίνδυνος θα μπορούσε να εμφανιστεί μόνο σε περίπτωση
ατυχήματος με διαρροή μεγάλης ποσότητας υδρογονανθράκων, ωστόσο στη μελέτη
σημειώνεται ότι τα ιστορικά δεδομένα δείχνουν ότι η πιθανότητα να υπάρξει
τέτοιο φαινόμενο αφορά 1 έως 2 στις 10.000 γεωτρήσεις, ενώ σε περίπτωση υψηλών
πιέσεων στις γεωτρήσεις η πιθανότητα εμφάνισης αυξάνεται σε 1 ανά χίλιες
γεωτρήσεις.
Σε
κάθε περίπτωση, η χωροθέτηση γεωτρήσεων και εγκαταστάσεων θα πρέπει να
αποφεύγει περιοχές επιρρεπείς σε πλημμύρες όπως επίσης να τηρεί τον όρο της
δημιουργίας ζώνης προστασίας από το κύριο υδρογραφικό δίκτυο και την
ακτογραμμή.
Χαρακτηριστικά,
στην υπουργική απόφαση ορίζεται ότι θα διατηρείται μία ζώνη προστασίας 300
μέτρων εκατέρωθεν του βασικού υδρογραφικού δικτύου της περιοχής και 350 μέτρων
από την ακτογραμμή.
-Για
την ποιότητα του αέρα, αναφέρεται ότι οι επιπτώσεις θα είναι γενικά μικρές και
πλήρως αναστρέψιμες μετά το πέρας των εργασιών. Για το ενδεχόμενο αύξησης της
συγκέντρωσης ρύπων δεν είναι απαραίτητα επιπλέον μέτρα προστασίας, ωστόσο ένας
από τους αέριους ρύπους που θα πρέπει να παρακολουθείται συστηματικά είναι το
υδρόθειο, στην περίπτωση που αυτό εμφανιστεί στις εργασίες εκμετάλλευσης
υδρογονανθράκων, όπως άλλωστε συμβαίνει επί 30 και πλέον χρόνια στην πετρελαϊκή
παραγωγή του Πρίνου, με βάση τις διαθέσιμες βέλτιστες τεχνικές.
-Ως
προς το κλίμα και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, αναφέρεται ότι το ισχύον
ρυθμιστικό πλαίσιο αναφορικά με τις μεταφορές, την παραγωγή ενέργειας και την
καύση θεωρείται επαρκές και δεν είναι απαραίτητα επιπλέον μέτρα προστασίας.
-Σε
σχέση, τέλος, με την δημόσια υγεία, αναφέρεται ότι δεν αναμένεται καμία
αρνητική επίπτωση.
Δημιουργείται
μονάδα περιβάλλοντος
Στην
υπουργική απόφαση προβλέπεται και η δημιουργία Μονάδας Περιβάλλοντος, η οποία
θα ιδρυθεί με ευθύνη της εταιρείας που θα έχει το δικαίωμα έρευνας και
εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων και θα επιβλέπεται από την Αρχή Σχεδιασμού,
ουσιαστικά δηλαδή από το Δημόσιο.
Η
μονάδα περιβάλλοντος θα έχει αρμοδιότητες που είναι απαραίτητες για την
αποτελεσματική παρέμβαση στο σχεδιασμό, την υλοποίηση και τη λειτουργία κάθε
έργου καθώς και στις φάσεις της ολοκλήρωσης ή αποχώρησης.
Η
μονάδα προσανατολίζεται σε θέματα περιβάλλοντος, τα οποία μπορούν να
συνδυάζονται με θέματα ασφάλειας και υγείας του προσωπικού ενώ θα αποτελεί και
τον σύνδεσμο επί όλων των περιβαλλοντικών θεμάτων με τις τοπικές κοινωνίες και
τις αρμόδιες υπηρεσίες της διοίκησης.
Τέλος,
στην υπουργική απόφαση ορίζεται ότι οι σεισμικές έρευνες θα διέπονται από
συγκεκριμένο Περιβαλλοντικό Σχέδιο Δράσης (Environmental Action Plan – EAP),
ενώ στο σχεδιασμό όλων των υποστηρικτικών υποδομών που θα απαιτηθούν για όλες
τις εργασίες και τις εγκαταστάσεις έρευνας και παραγωγής θα πρέπει να υπάρχει
μέριμνα για την ελαχιστοποίηση κατάληψης του φυσικού περιβάλλοντος, την τήρηση
κανόνων ελαχιστοποίησης των οχλήσεων στο φυσικό περιβάλλον καθώς και να
προβλέπονται εξαρχής με λεπτομέρεια οι διαδικασίες αποκατάστασης της περιοχής.