(αποσπάσματα από συνέντευξη στη δημοσιογράφο Μαρία
Ικαρίου)
Ο Δρ. Θεόδωρος A. Κουτρούκης, οικονομολόγος της εργασίας,
επίκουρος καθηγητές διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου μιλά στη Μαργαρίτα
Ικαρίου για τις τρέχουσες εργασιακές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές
εξελίξεις.
-Έχετε δηλώσει στο πρόσφατο παρελθόν πως «οδεύουμε
προς μια Γερμανική Ευρώπη». Τι μπορεί να σημαίνει αυτό, εκτός των άλλων, για
την οικονομία της χώρας μας, τη σταθερότητα και κυρίως τη διαβίωση του απλού
πολίτη σε άξονα 5ετίας;
Η οικονομική κρίση βρήκε την Ευρωπαϊκή Ένωση σε
μεγάλο βαθμό απροετοίμαστη, καθώς δεν είχε καν προλάβει να αφομοιώσει πλήρως
την ένταξη δέκα νέων μελών το 2004 και άλλων δύο το 2007. Στις νέες συνθήκες
που συνοδεύτηκαν από την αστοχία πολλών χωρών του Νότου -αλλά όχι μόνο αυτών-
στη διαχείριση του εθνικού δημόσιου χρέους, ήταν αναμενόμενο το «μαχαίρι και το
πεπόνι» της κοινοτικής αλληλεγγύης να το κρατούν εκείνοι που μπορούσαν να
δανείσουν τις χώρες, που έβλεπαν τις αγορές να τους κλείνουν την πόρτα
κατάμουτρα. Οι δυνητικοί δανειστές εντός της Ε.Ε. ήταν κυρίως η Γερμανία και
μερικές άλλες χώρες με ακμάζουσα οικονομία. Η κοινοτική αλληλεγγύη εκφράστηκε
και πάλι (αν και μερικώς, γιατί συνέβαλε και το ΔΝΤ), ωστόσο αυτή τη φορά
συνοδεύτηκε από μετρήσιμες δεσμεύσεις των βοηθούμενων χωρών να εξυγιάνουν τα
δημόσια οικονομικά τους σε περιορισμένο χρόνο. Η Γερμανία βρέθηκε εκ των
πραγμάτων στην οικονομική ηγεσία της Ευρώπης σε μια κρίσιμη στιγμή και δεν
είμαι σίγουρος πως ήταν έτοιμη να διαχειριστεί την κατάσταση με ευρωπαϊκές και
όχι πρωσικές συνταγές. Σε κάθε περίπτωση η ύφεση οδήγησε τους πληττόμενους
λαούς να θεωρήσουν τη γερμανική κυβέρνηση εν πολλοίς υπεύθυνη για την οιονεί
τιμωρητική επιβολή μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας και εισοδηματικής
λιτότητας. Το χειρότερο παράγωγο αυτής της εξέλιξης είναι πως η Ευρώπη έχει
αρχίσει να γίνεται ολοένα και λιγότερο δημοφιλής και πως οι λαοί της δεν έχουν
τη διάθεση να αγωνιστούν για την ευρωπαϊκή ιδέα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση
προσλαμβάνεται πλέον ως ένας μηχανισμός επιβολής περιοριστικών πολιτικών,
αύξησης της ανεργίας κι επίτασης του κοινωνικού αποκλεισμού. Η Ε.Ε. των 28
προβληματίζεται έντονα για τον προσανατολισμό της κι αν δεν προχωρήσει σε
δραστικές μεταρρυθμίσεις απειλείται με
αποδιάρθρωση. Σε αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα πρέπει αφενός να προετοιμάζεται
για να αξιοποιήσει με βέλτιστο τρόπο τη συμμετοχή της στην Ε.Ε. κι αφετέρου να
ετοιμάσει ένα plan B για την περίπτωση που το ευρωπαϊκό οικοδόμημα εμφανίσει μη
αναστρέψιμες ρωγμές. Ελπίζω πως οι ηγεσίες -πολιτικές και οικονομικές- θα
πράξουν τα δέοντα σε αυτή την κατεύθυνση, βελτιώνοντας την καθημερινότητα των
πολιτών.
-Είστε, εκτός των άλλων, Διαιτητής συλλογικών
διαπραγματεύσεων. Σήμερα, που κατά γενική ομολογία, ζούμε σε έναν νέο
«εργασιακό Μεσαίωνα» πως αισθάνεστε να βλέπετε το έργο σας να μην μπορεί πλέον
να προστατεύσει τους εργαζομένους;
Το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο ευημερίας κι
εργασιακών δικαιωμάτων που μοιράστηκε η χώρα μας τα τελευταία τριάντα χρόνια με
άλλους λαούς της Γηραιάς Ηπείρου έχει προ πολλού αρχίζει να ξεθωριάζει κυρίως
ελέω της ταχύρρυθμης επέλασης της παγκοσμιοποίησης από τις αρχές του 21ου
αιώνα. Οι εξωτερικές πιέσεις των εκτός Ε.Ε. χωρών για μείωση του κόστους
παραγωγής είναι πλέον ασφυκτικές και η Ε.Ε. δε διαθέτει πλέον την «πολυτέλεια»
να απολαμβάνει ένα υψηλό επίπεδο μοναδιαίου μισθολογικού κόστους.
Επιπλέον οι ασκούμενες πολιτικές για την
αποτελεσματική διαχείριση του μεγάλου δημόσιου χρέους στη χώρα μας οδηγούν σε
γοργή εξάρθρωση του συστήματος κοινωνικής προστασίας, την ανεξέλεγκτη ευελιξία
της αγοράς εργασίας, τη δραστική συμπίεση των εργασιακών δικαιωμάτων, την
αποδόμηση του συστήματος κοινωνικής εταιρικότητας, την δραστική απίσχνανση του
συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και την εφιαλτική απαξίωση του εργατικού
δικαίου, ως αμυντικού μηχανισμού της μισθωτής εργασίας. Αναφορικά με το ρόλο
μου ως διαιτητή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, θα σας πω τούτο: ο Οργανισμός
Μεσολάβησης και Διαιτησίας ήταν και είναι ένα νοσοκομείο εργασιακών διαφορών
που μπορούσε να παράγει χρήσιμο κοινωνικό έργο, όσο η Πολιτεία και οι
κοινωνικοί εταίροι παρείχαν τα μέσα για να το πράξει. Από τη στιγμή που με
αλλεπάλληλες νομοθετικές πρωτοβουλίες απογυμνώθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των
αρμοδιοτήτων του, οι δυνατότητες παρέμβασης που έχει είναι δραστικά
περιορισμένες. Δυστυχώς ο συρρικνωμένος ρόλος των μεσολαβητών και διαιτητών δε
σημαίνει ότι οι εργασιακές διαφορές επιλύθηκαν. Απλά η αγορά αφέθηκε να τις
διευθετήσει μόνη της με το δίκαιο του ισχυρότερου. Κατά κάποιο τρόπο στις
εργασιακές σχέσεις βιώνουμε πλέον το σκηνικό του φιλμ «Η Απίστευτη Ιστορία του
Μπέντζαμιν Μπάτον»: ο χρόνος κυλά αμείλικτα προς τα πίσω, προς τα πρότυπα
εργασιακής πειθαρχίας του Μεσοπολέμου.
-Ποιο είναι για σας, το χειρότερο σενάριο, για την
οικονομία της χώρας μας και κατ’ επέκταση για τη συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση;
Υπάρχει success story-κι αν ναι, από πότε αυτό θα γίνει αντιληπτό από τον
Έλληνα στην καθημερινότητά του;
Την τελευταία πενταετία οι ελληνικές κυβερνήσεις
κλήθηκαν να διαχειριστούν την αδυσώπητη αντίφαση ανάμεσα στην περιορισμένη
ικανότητα υλοποίησης των συμφωνηθέντων μέτρων πολιτικής -λόγω της λαϊκής
αντίδρασης- και τις απαιτήσεις της Ε.Ε. και του ΔΝΤ για να τηρηθούν τα Μνημόνια
και η δανειακή σύμβαση. Το άσχημο σενάριο -βραχυπρόθεσμα- θα ήταν να μην
επιτευχθεί η βραδύρυθμη -έστω- ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας εντός της
ΟΝE και να οδηγηθούμε σε μια άτακτη οπισθοδρόμηση και στην έξοδο από την
Ευρωζώνη και ίσως από την Ε.Ε. Το ακόμη χειρότερο σενάριο θα ήταν να
εγκαταλειφθεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση και η χώρα μας να βρεθεί μόνη, έξω από μια
συμμαχία χωρών στον ανελέητο στίβο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Οσο για το
λεγόμενο success story, αν με αυτό εννοούμε την επιστροφή της χώρας σε τροχιά
μιας κάποιας αύξησης του ΑΕΠ μετά από αρκετά χρόνια ύφεσης, αυτή η εξέλιξη
μάλλον θα συμβεί την επόμενη ή την μεθεπόμενη χρονιά. Αν, όμως, εννοούμε την
επιστροφή στο προ της κρίσης βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, νομίζω πως κάτι
τέτοιο θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να επιτευχθεί. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα
του 2020, λίγο θα θυμίζει την Ελλάδα του 2010.
-Ένα «θέατρο του παραλόγου» βιώνουν τους
τελευταίους μήνες οι φοιτητές. Δεδομένου ότι είστε επίκουρος καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ποιοι πιστεύετε ότι ευθύνονται για την κατάσταση και πως
αυτή, θα μπορούσε ίσως να έχει αποφευχθεί ή επιλυθεί;
Το Πανεπιστήμιο βιώνει τις συνέπειες της ολόπλευρης
κρίσης που κλονίζει συθέμελα την ελληνική κοινωνία μετά τα 2008. Για τη
σημερινή κατάσταση ευθύνονται τόσο οι εξωτερικοί παράγοντες που πυροδότησαν την
κρίση, όσο και οι εσωτερικοί παράγοντες του χώρου της παιδείας. Για λόγους που
θα χρειαζόμουν πολλές ώρες για να αναπτύξω η ανώτατη εκπαίδευση δεν αντιμετώπισε
έγκαιρα τις χρόνιες κακοδαιμονίες της, με συνέπεια όταν ενέσκηψε η κρίση να
βρεθεί σε μεγάλο βαθμό ανοχύρωτη. Σε κάθε περίπτωση το «τι έφταιξε» θα πρέπει
να το αναζητήσει ο ιστορικός ερευνητής του μέλλοντος. Αλλά στο ερώτημα «τι
πρέπει να κάνουμε» από εδώ και πέρα νομίζω πως οφείλουμε να απαντήσουμε με τη
συνεργασία όλων των συντελεστών του Πανεπιστημίου αλλά και των αρχών που
εποπτεύουν τη λειτουργία του. Θα πρέπει, λοιπόν, όλοι μαζί να παραμερίσουν της προσωπικές και
κομματικές σκοπιμότητες, προκειμένου τα Πανεπιστήμια να μην είναι απλώς
«ανοικτά» αλλά και να λειτουργούν σε υψηλό επίπεδο επιτελώντας την αποστολή που
τους ανέθεσε ο ελληνικάς λαός. Δυστυχώς η προηγουμένη εμπειρία δείχνει ότι κάθε
φορά που στα Πανεπιστήμια εκτυλίσσεται μια κινητοποίηση, τα φώτα της
δημοσιότητας στρέφονται στην επιφάνεια του προβλήματος π.χ. στο αν θα «χαθεί»
το εξάμηνο των σπουδών για τους φοιτητές. Χωρίς να παραγνωρίζω τη σημασία που
έχει η απρόσκοπτη λειτουργία των ΑΕΙ και ΤΕΙ για τις ελληνικές οικογένειες, που
αναλώνουν από το υστέρημα τους για να προσφέρουν στα παιδιά τους, θαρρώ πως
αξίζει τον κόπο να ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση για το πως και με ποιες
δυσκολίες λειτουργούν τα Πανεπιστήμια και πως αποτιμάται η ποιότητα σπουδών που
προσφέρουν…
-Λέγεται, ολοένα και περισσότερο, τον τελευταίο
καιρό πως «εξέλειπαν οι μεγάλες προσωπικότητες» είτε από την πολιτική, είτε από
το χώρο των πνευματικών ανθρώπων. Είναι αυτή μια συλλήβδην απαξίωση και των δύο
κατηγοριών ή έχει μια βάση;
Ένας μεγάλος στοχαστής είχε πει ότι «κανένας δεν
είναι καλύτερος από την εποχή του». Ο σταδιακός περιορισμός της εθνικής ισχύος
και η μετατροπή του κόσμου σε ένα παγκόσμιο χωριό έχει αλλάξει συλλήβδην την
ισορροπία ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομική εξουσία. Στο γήπεδο της παγκοσμιοποίησης
μοναδικοί ουσιαστικά παίκτες είναι το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και οι
παγκόσμιες εταιρίες και σ’ αυτές τις συνθήκες το βεληνεκές των εθνικά ιστάμενων
πολιτικών ηγετών φθίνει συνεχώς. Όσο υπάρχει αυτή η αντίφαση ανάμεσα στην
πανίσχυρη παγκοσμιοποιημένη οικονομική εξουσία και τα ανίσχυρα εθνικά κέντρα
πολιτικής εξουσίας (που ας σημειωθεί αντιμάχονται το ένα το άλλο) δε νομίζω πως
εύκολα θα ξαναδούμε ηγέτες διεθνούς ακτινοβολίας. Αν το διεθνές κεφάλαιο,
χρειαζόταν τους εθνικούς ηγέτες για να προωθεί τις παγκόσμιες οικονομικές
επιδιώξεις του -όπως θα έλεγε η μαρξιστική ανάλυση- μετά την επιτυχή επέλαση
της παγκοσμιοποίησης, απλά δεν τους χρειάζεται πια. Οσο για τους πνευματικούς
ηγέτες, σε μια εποχή που η ύλη και ο καταναλωτισμός βρίσκονται σε πρώτη ζήτηση
και τα πνευματικά αγαθά απαξιώνονται, έχουν απωλέσει σε μεγάλο βαθμό την δύναμη
επιρροής τους. Κάποτε ο ακαδημαϊκός και εγνωσμένης φήμης οικονομολόγος Άγγελος
Αγγελόπουλος είχε πει -εν τη ρύμη της ταπεινοφροσύνης του- ότι οι ποιητές είναι
οι σοφοί του κόσμου. Πόσο εισακούονται όμως σήμερα οι ποιητές;
-Είναι υπεύθυνος και υπόλογος ο συνδικαλισμός για
το ότι απεμπολήσαμε εργασιακά μας δικαιώματα εν μια νυκτί και χιλιάδες άνθρωποι
βιώνουν την ανεργία, την υποαπασχόληση, τη μαύρη εργασία, τη διαθεσιμότητα;
Οδηγηθήκαμε στην κρίση μέσω συγκεκριμένων πρακτικών;
Ο εργατικός
συνδικαλισμός μετά την μεταπολίτευση στρεβλώθηκε από δομικές κακοδαιμονίες:
ήταν κρατικοδίαιτος και κομματικά εξαρτημένος, ευνόησε τους insiders της αγοράς
εργασίας σε βάρος των outsiders, πίεσε το πολιτικό σύστημα για προώθηση στενών
συντεχνιακών και «ηλικιακών» συμφερόντων, χρησιμοποιήθηκε για την προώθηση
άνομων ατομικών επιδιώξεων και αθέμιτων πολιτικών φιλοδοξιών.
Όμως, ακόμη κι αν σήμερα τα συνδικάτα φαίνονται
αναποτελεσματικά κι ελάχιστα γοητευτικά, δεν παύουν να είναι ο μοναδικός αμυντικός
μηχανισμός που διαθέτουν οι μισθωτοί μέσα στο «ολοκαύτωμα» της αγοράς εργασίας.
Τα συνδικάτα επινοήθηκαν γιατί ο μεμονωμένος εργαζόμενος διαθέτει πολύ μικρή
διαπραγματευτική ισχύ για να επηρεάσει τις αποφάσεις που σχετίζονται με την
εργασία του. Ακόμη κι αν μπορούν να καταλογιστούν πολλά σε πρόσωπα και
καταστάσεις που παρεισέφρησαν στη δράση του συνδικαλιστικού κινήματος, το
κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα διαμορφωθεί το σκηνικό στην αγορά εργασίας χωρίς
έναν μηχανισμό προώθησης των συμφερόντων των εργαζομένων.
Σήμερα, η χώρα έχει περισσότερο από άλλοτε την
ανάγκη ενός ισχυρού εργατικού συνδικαλισμού, που δε θα επαναλάβει τα λάθη του
παρελθόντος και θα μπορεί να συμμετέχει ως αξιόπιστος συνομιλητής στις εθνικές
και τις ευρωπαϊκές διαδικασίες κοινωνικού διαλόγου, όπως συμβαίνει σε ολόκληρη
την Ε.Ε.
-Μια κοινωνική αντίδραση με πρωτεργάτη ένα ισχυρό
κίνημα πολιτών ή μια συμμαχία δυνάμεων θα μπορούσε, κατά τη γνώμη σας, να
ανατρέψει τις πολιτικές βυθίσματος της χώρας σε ένα ολοένα και πιο βαθύ
μνημόνιο;
Η κοινωνική ιστορία δείχνει πως η λαϊκή πίεση για
ανατροπή του status quo μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Ωστόσο, οι κοινωνικές
αντιδράσεις συνήθως εκδηλώνονται με τρόπο αποσπασματικό και ανοργάνωτο. Οι
καιροί έχουν αλλάξει. Μετά από μια τουλάχιστον εικοσαετία κλιμάκωσης του
ατομικισμού ως κύριας οδού για την
επίλυση των προβλημάτων των πολιτών και τα παρελκόμενα φαινόμενα
(ρουσφέτι, γρηγορόσημο, φακελάκι κ.α.) είναι πολύ δύσκολο να αναγνωριστούν η
αξία και οι δυνατότητες των κοινωνικών αγώνων.
Επιπλέον, νομίζω πως η καλύτερη διασύνδεση των
εγχώριων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών (συνδικάτα, οικολογικές κινήσεις,
καταναλωτικό κίνημα, κοινωνικές οργανώσεις ειδικού σκοπού κ.λπ.) με τις
ανάλογες οργανώσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα αυξήσει την προστιθέμενη αξία
και την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών αγώνων. Παρά τη διόγκωση του
ευρωσκεπτικισμού, η ευρωπαϊκή συνεργασία
της κοινωνίας των πολιτών ακόμη και σε θέματα χαμηλής πολιτικής μπορεί να δώσει
αποτελεσματικές απαντήσεις στα κοινωνικά αδιέξοδα της ύφεσης. Πιστεύω πως αν
υπάρχει ελπίδα για επαναφορά της χώρας μας σε τροχιά ευημερίας στην
μεσο-μακροπρόθεσμη περίοδο, αυτή η τροχιά μπορεί να διαγραφεί μόνο στον
ευρωπαϊκό γαλαξία.
-Ο φασισμός, στην όποια του μορφή, λένε πολλοί πως
ενυπάρχει στο σύγχρονο άνθρωπο και εκδηλώνεται σε περιόδους κρίσης. Υπάρχει
λανθάνον φασισμός στην Ελλάδα; Είναι επικινδυνότερος του εμφανούς; Εγκυμονεί
κινδύνους για τη δημοκρατία;
Η βαθιά οικονομική ύφεση έχει οξύνει πάρα πολύ τις
ακραίες προσεγγίσεις της πολιτικής ζωής αλλά και την επικράτηση απόψεων που
επιχειρούν να μειώσουν την αξία της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού.
Αυτές οι προσεγγίσεις στρέφονται - όχι πάντοτε άδικα- εναντίον των διεφθαρμένων
πολιτικών και καλλιεργούν μια μυθολογία για την έλευση κάποιων αδέκαστων
ηγετών, που θα έρθουν σαν τον μαρμαρωμένο βασιλιά να σώσουν την χώρα.
Η ιστορία έχει δείξει ότι θα πρέπει να προσέχουμε
τους σωτήρες, γιατί συνήθως οι πρώτες τους κινήσεις στοχεύουν στον παραμερισμό
αν όχι την εξολόθρευση οποιουδήποτε θα μπορούσε να μας σώσει από εκείνους. Και
επίδοξους σωτήρες στη χώρα μας έχουμε -φευ- αρκετούς.
Οι σύγχρονες δημοκρατίες θεμελιώθηκαν - στην
δυνατότητα ελεύθερης ανταλλαγής ιδεών και απόψεων και στη δυνατότητα της
μειοψηφίας να γίνει ανεμπόδιστα πλειοψηφία. Οτιδήποτε παραβαίνει αυτή την αρχή
δεν χωράει στη δημοκρατία. Ας είμαστε, λοιπόν, προσεκτικοί γιατί ο φασισμός δεν
κομίζει λύσεις, μόνο γιγαντώνει τα κοινωνικά προβλήματα. Οσο για τη δημοκρατία,
παρά τις μύριες αδυναμίες της παραμένει το καλύτερο πολίτευμα, που έχει επινοήσει
η ανθρωπότητα. Οφείλουμε να την προστατέψουμε ως κόρην οφθαλμού.
-Πως ένας άνθρωπος που μπορεί με ορθολογιστικό
τρόπο να διερευνά και να διδάσκει Οικονομία της Εργασίας μπορεί ταυτόχρονα να
γράφει κείμενα εξαίρετης λογοτεχνικής χροιάς όπως «το curriculum vitae μιας
βιβλιοθήκης» και «τα παραμύθια που δεν είχαν βασιλοπούλες»; Συνδέονται αυτοί οι
δύο κόσμοι μέσα σας ή σας διχάζουν;
Θαρρώ πως όλοι μας έχουμε μέσα μας κρυμμένες πολλές
και διαφορετικές ιδιότητες. Σκοπός ενός επιστημονικού κείμενου είναι να
προαγάγει την οικουμενική γνώση, να βελτιώσει την τεχνική αντίληψη για την
περιρρέουσα πραγματικότητα και να βοηθήσει τον άνθρωπο να αντιληφθεί τις
δυνατότητες του. Αντίθετα, ένα λογοτεχνικό κείμενο θαρρώ πως συνδράμει την
ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύψει την ομορφιά του κόσμου και να ανακαλύψει τις
βαθύτερες αδυναμίες του. Δεν ισχυρίζομαι, φυσικά, ότι γράφω λογοτεχνικά
κείμενα. Απλά αποτυπώνω μερικές σκέψεις και συναισθήματα, που μάλλον έχουν
ολοκληρώσει την περίοδο της κυοφορίας τους και κλωτσούν λυσσαλέα για να
εξέλθουν. Δεν ξέρω πως αυτές οι δύο πλευρές μου συνδέονται. Ακόμη προσπαθώ να
το ανακαλύψω…
-Πως και σε ποια ηλικία προέκυψε αυτή η ανάγκη
έκφρασής σας μέσω του γραπτού λόγου; Πως νιώθετε κάθε φορά που ένα άρθρο σας,
όχι καθαρά επιστημονικού αντικειμένου, αλλά μια γλαφυρή καταγραφή της
πραγματικότητας, δημοσιεύεται σε ένα Μέσο Ενημέρωσης;
Μεγάλωσα σε ένα σπίτι από το οποίο δεν έλειπαν ποτέ
το ψωμί, το γάλα και η εφημερίδα. Ήταν, επομένως, αναμενόμενο να θεωρώ την ενημέρωση και το σχολιασμό
της επικαιρότητας ως αναπόσπαστο στοιχεία της κοινωνικής ζωής, ακόμη και στην
παιδική μου ηλικία. Έχω διασώσει και ίσως κάποτε δημοσιεύσω κάποια εξ απαλών
ονύχων κείμενα, στα οποία παρουσιάζω και σχολιάζω οικογενειακές συζητήσεις της
πρώιμης μεταπολίτευσης, τότε που ακόμη οι οικογένειες συζητούσαν πρόσωπο με
πρόσωπο κι όχι μέσα από τα social media. Φανταστείτε κείμενα του τύπου «ο
παππούς είπε αυτό και ο πατέρας του απάντησε το άλλο», ενώ στο τέλος
ακολουθούσε ο σχολιασμός του λιλιπούτειου συντάκτη. Ξέρετε τι μου κάνει
εντύπωση ακόμη και σήμερα; ότι σε εκείνα τα κείμενα ήταν διαχωρισμένη η είδηση
από το σχόλιο. Το φαντάζεστε;
Κάθε φορά που ένα κείμενο μου ρίχνεται στο καμίνι
της δημοσιότητας -κι αυτό ξεκίνησε από το 1984- νιώθω πως προσφέρω ένα λουλούδι
στον αναγνώστη: μπορεί να του αρέσει το χρώμα και το άρωμα ή όχι, αλλά ένα
είναι βέβαιο: το ομορφότερο λιβάδι της ενημέρωσης και του δημόσιου διαλόγου
είναι εκείνο που αφήνει όλα τα λουλούδια να ανθίσουν.
-Αν μπορούσε ο μέσος αναγνώστης να διαβάσει ΕΝΑ και
ΜΟΝΟ ένα από όσα έχετε γράψει μέχρι στιγμής, ποιο θα επιλέγατε να του
προτείνετε; Ποιο είναι για σας, μέχρι στιγμής, το πιο «αγαπημένο» και
απεικονιστικό;
Θα μπορούσε ο αναγνώστης να βρει πολλά κείμενα στο
Διαδίκτυο και αρκετά από τα έργα μου στα βιβλιοπωλεία. Θεωρώ ενδιαφέρον πλην
όμως σκληρό για το μέσο αναγνώστη το βιωματικό άρθρο μου «Τα δικά μου παραμύθια
δεν είχαν βασιλοπούλες». Ξέρετε, όμως, η σπουδαία νομπελίστρια συγγραφέας Toni
Morrison λέει κάπου πως αν υπάρχει ένα βιβλίο που θέλεις να διαβάσεις αλλά που
δεν έχει γραφτεί ακόμα, τότε εσύ είσαι αυτός που πρέπει να το γράψει. Στο ίδιο
πνεύμα ελπίζω ότι το πιο αγαπημένο και απεικονιστικό κείμενο μου δεν το έγραψα
ακόμη.