Γράφει
ο Κίτσος ο Αθαμάνας
Ο
Υφυπουργός Παιδείας κ. Συμεών Κεδίκογλου
ήταν καλεσμένος στην εκπομπή "Πρωινό ΑΝΤ1" και σχολίασε μεταξύ άλλων
ότι υπάρχει θέμα συνεννόησης με την ΟΛΜΕ. Χαρακτηριστικά ο κ. Κεδίκογλου
δήλωσε: "Υπάρχει ένα θέμα συνεννόησης με την ΟΛΜΕ. Μιλάμε διαφορετική
γλώσσα. Εμείς προσπαθούμε να μιλάμε την γλώσσα του μέλλοντας και αν ακούσετε
την γλώσσα της ΟΛΜΕ είναι τόσο ξύλινη που ο σύντροφος Κουτσούμπας ακούγεται
γλωσσοπλάστης μπροστά σε αυτούς". Αυτά γνωμάτευσε ο κ. υφυπουργός Παιδείας!!!
(Αγώνας κατά της
ξύλινης γλώσσας και
του ξύλινου μυαλού)
|
Και τι
κρίμα αυτή την ωραία και πατριωτική
γλώσσα, τη γλώσσα του μέλλοντος, να την αποδιώχνουν οι εκπαιδευτικοί. Η γλώσσα
του κ. Κεδίκογλου, καυστική εκεί που
πρέπει, απολαυστική όταν πρέπει, καταγγελτική οσάκις πρέπει, διεκδικητική
γλώσσα, πάντοτε αληθινή, γιατί είναι τίμια!
Παράκληση
θερμή. Συνεχίστε αυτή τη γλώσσα. Την έχουμε ανάγκη. Δεν έχετε δικαίωμα κ.
Υφυπουργέ να μας τη στερήσετε. Γιατί,
πώς να το κάνουμε, βαρεθήκαμε μ’ αυτά
και με εκείνα « τα περί πολιτικού λόγου». Και για να είμαστε σωστοί είναι ανάγκη να θυμηθούμε τι γίνεται χρόνια τώρα. Επειδή ο πολιτικός λόγος συνδέεται με την εξουσία (και ξέρουμε πόσο την κυνηγούν αυτή τη ρημάδα), οι λεβέντες μας οι πολιτικοί, προκειμένου να την κατακτήσουν, στοχεύουν στην παραπλάνηση ή στον εκφοβισμό των πολιτών. Και για το λόγο αυτό η αποδεικτική ισχύς των επιχειρημάτων αντικαθίσταται από αυταπόδεικτες έννοιες ή από λέξεις με τέτοια ηθική διάσταση (έθνος, λαός, εθνική κυριαρχία, αναγκαία η δόση, ζήτημα λειτουργίας του κράτους η συνεννόηση με την ΤΡΟΪΚΑ κλπ.) που εμποδίζουν το λογικό έλεγχο και παγιδεύουν το δέκτη.
Είναι γνωστό πως, όταν ο πολιτικός λόγος παίρνει αυτή τη μορφή, με την παραποίηση των εννοιών και τη στρέβλωση των αξιών, γίνεται προπαγάνδα. Αυτή την προπαγάνδα εμένα να μού επιτρέψετε, κ. Υφυπουργέ, να την απορρίπτω και να προτιμώ τον τεκμηριωμένο και αποδεικτικό λόγο, το δικό σας λόγο εννοώ. Και θα με αφήσεις να σού πω τα λόγια του Κ. Παλαμά.
Γιατί μ’ αρέσει η γλώσσα σου, γιατί μ’ αρέσει εμένα,
Σαν κάποια αργά ανεβάσματα σε κάποια ορθά βουνά.
Μέσα της πέλαγα άψαχτα. Στα δάση, τα παρθένα
Φωλιάζουν όλα τ’ άπιαστα και τ’ άγρια πουλιά»
Κωστής Παλαμάς, «Ασκραίος»
Ουδόλως
σας ειρωνεύομαι κ. Υφυπουργέ,
καθόσον εγώ ένας άξεστος Αθαμάνας μιλώντας την ξύλινη και ακαταλαβίστικη γλώσσα, δεν δικαιούμαι «δια να ομιλώ!».
Αν
μπορούσα, θα έλεγα:
«…πάρε
ένα σβώλο Μήτροκαι διώξε εκείνα τα σκυλιά
που μας χαλάν το φύτρο…»
Αρ.
Βαλαωρίτης
(Με τα τούβλα δεν μπαζώνεις τα πάντα…) |
Υποκλίνομαι
ενώπιόν σας και επειδή αδυνατώ να κατανοήσω τα λεγόμενά σας, καταφεύγω σε δυο
«ξύλινες» (σας έχω ικανούς να το πείτε κι αυτό) γλώσσες.
Το ερώτημα«Το έχεις καταλάβει πως κυκλοφορείς μέσα σε μια γλώσσα στρωμένη, ετοιμασμένη, δοκιμασμένη από τα πριν; Που ελέγχεται από ανθρώπους άλλους, τροποποιείται, συντάσσεται, κατευθύνεται από άλλους; Που τα όριά της, η λογική της , η εκφραστικότητά της κ.λπ. καθοριστήκανε, αιώνες τώρα, χωρίς να σε ρωτήσουνε, προτού εσύ υπάρξεις; Δε μιλάω για δημοτική ή καθαρεύουσα αυτό είναι μια άλλη (βρώμικη) ιστορία. Μιλάω γενικά για τη γλώσσα, γι’ αυτό το παράλληλο και φοβερότερο Σύστημα. Που οργανώθηκε σιγά σιγά με τόσες επιμέρους αντιμαχόμενες (κι υποταγμένες) γλώσσες. Και όλοι (απελπιστικά όλοι) σου λένε: Αν θες να υπάρξεις, να σε ακούσουμε, να σε (ενδεχομένως) αναγνωρίσουμε, μέσα εδώ θα κινηθείς σ’ αυτόν τον κύκλο, αλλιώς καταδικάζεσαι, καταδικάστηκες».
Τ.Σινόπουλος,
Νυχτολόγιο, Κάλβος 1978.
Η απάντηση
Οι ολιγαρκείςΚαλοί νοικοκύρηδες∙ συγύριζαν τα λίγα πράγματά τους,
το τραπέζι, το κρεβάτι, την ντουλάπα του τοίχου,
έψηναν τον καφέ τους, μαγείρευαν, τίναζαν τα σεντόνια, σκούπιζαν, πλέναν τα ρούχα τους, διάβαζαν όλη τη νύχτα, είχαν μάθει τα ονόματα των πουλιών, των ανθών και των άστρων, φρόντιζαν και τον κήπο τους – δυο μέτρα όλο κι όλο∙ σεμνοί μετρημένοι, ωστόσο δεν τους έλειψε το θάρρος να πουν ως την άκρη τα όνειρά τους, επιθυμίες, έρωτες και πράξεις που δεν είχαν τολμήσει. Τότε άνθρωποι φθονεροί και μοχθηροί τους γύμνωσαν στη μέση του δρόμου, τους έφτυσαν, τους προπηλάκισαν, τους λιθοβόλησαν. Αυτοί δεν είχαν τίποτα πια παρά μονάχα
το ματωμένο τους χαμόγελο. Και το ‘δωσαν,
κρύβοντας με τ’ αριστερό τους χέρι τα γεννητικά όργανά τους,
πρώτη φορά τόσον ωραίοι και τόσο νέοι.
Γιάννης Ρίτσος
Όλα
αυτά στην Τζουμερκιώτικη διάλεκτο σημαίνουν. Μωρέ γκτσούπ, παλιοχαλέπιτο που κατάντ’σησες τ’ γλώσσα χαλέ και φρετσώνεις πάνω της. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που χαλέπωσε για τα καλά το μυαλό σου.
Κίτσος ο Αθαμάνας