(Το παραδοσιακό καγκελάρι στα Τζουμέρκα) |
Μοιραστήκανε
με το τσουβάλι οι βραβεύσεις στις
φετινές καλοκαιριάτικες πολιτιστικές εκδηλώσεις στα χωριά μας.
Επαΐοντες και
μη, καθώς και διάφοροι επιτήδειοι ...''σωτήρες'', πήραν το βραβείο τους, για
την «προσφορά» τους, κύρια της ...επιδοτούμενης διατήρησης της παράδοσής μας
...
Υπήρξε «παραδοσιακή βραδιά» που βραβεύτηκαν δεκαοχτώ άτομα –όχι θεσμοί- από
έναν ιδιώτη.
Μπουχτίσαμε στα βραβεία ...
Εγώ βραβεύω, εσύ βραβεύεις αυτός
βραβεύει...
Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος
Μάνος
Χατζηδάκης
Γύρισα
στὰ ξανθὰ
παιδιάτικα
λημέρια,
γύρισα
στὸ λευκό της νιότης μονοπάτι,
γύρισα
γιὰ νὰ
ἰδῶ
τὸ θαυμαστὸ
παλάτι,
γιὰ
μὲ χτισμένο ἀπ᾿ τῶν
Ἐρώτων τ᾿
ἅγια χέρια.
Τὸ
μονοπάτι
τὸ ᾿πνιξαν
οἱ ἀρκουδοβάτοι,
καὶ
τὰ λημέρια τὰ
᾿καψαν τὰ
μεσημέρια,
κ᾿
ἕνας σεισμὸς
τὸ ᾿ρριξε
κάτου
τὸ παλάτι,
καὶ
μέσ᾿ στὰ
ἐρείπια τώρα καὶ
στ᾿ ἀποκαΐδια
ἀπομένω παράλυτος· σαῦρες
καὶ φίδια
μαζί μου ἀδερφοζοῦν
οἱ λύπες καὶ
τὰ μίση·
καὶ
τὸ παλάτι ἕνας
σεισμὸς τό ῾χει
γκρεμίσει.
Κωστής
Παλαμάς, Ἀσάλευτη ζωή, 1904
Φούσκωσαν
τα Τζουμέρκα από Βραβεία. Εγώ βραβεύω, εσύ βραβεύεις, αυτός βραβεύει… Ποιος,
ποιοι, ποιον, ποιους; Μα φυσικά όλους τους
(έν) ασχολούμενους με την παράδοση. Το βραβείο μπορεί να είναι και ένας
τρόπος αυτοεπιβεβαίωσης, ύπαρξης, με την έννοια της διδασκαλίας του Σαρτ. Σε
βραβεύω, με βραβεύεις, άρα συνυπάρχουμε… Κι αφού συνυπάρχουμε, έστω και
«παραδοσιακά»- ενίοτε δίνουμε και απάντηση στα υπαρξιακά κενά και αδιέξοδά
μας. Τα σφραγίζουμε, βάζουμε βουλοκέρι
με άλλο υλικό. Εκ παραδόσεως ορμώμενο. Καλυπτόμαστε, καλυφτήκαμε και του χρόνου
να είμαστε καλά. Μακράς διάρκειας ή μακράς απόδοσης κάλυψη παρέχει η παράδοση. Υπήρξε «παραδοσιακή βραδιά» που βραβεύτηκαν δεκαοχτώ άτομα –όχι θεσμοί- από έναν ιδιώτη. Μπουχτίσαμε στα βραβεία...
Και μετά βάρεσαν τα κλαρίνα, απ’δήσαμε και
λίγο, ήπιαμε και τον άμπακα, που έλεγε και η γιαγιά μου και πήγαμε και
ξεραθήκαμε στα κρεβάτια μας. Την άλλη μέρα, να τα ματζούνια (παραδοσιακά,
βεβαίως-βεβαίως), να τα τσάγια του βουνού, από υψόμετρο παρακαλώ, να τα
έμπλαστρα κατακούτελα, παγοκύστες κλπ… και το χειρότερο, αβέρτα ο εξάψαλμος.
«Τα ξέρω εγώ, δεν είσαι για πουθενά… Εμένα μ’ έφαγε το σπίτ’. Εσύ γκιζεράς ..»
Κι αν
τολμήσεις να διαφωνήσεις δεν σε ξεπλένει
ούτε ο Άραχθος κατεβασμένος.Για σιγά όμως. Κάπου ακούω τη φωνή του Παλαμά.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, πόταμοι και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,
και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Κ. Παλαμάς
Και
είναι φωνή, ατόφια ελληνική, γνήσια και ορθή!
Αν
είναι να χτίσουμε πύργους ή να λειτουργήσουμε ναούς, θρονιάζοντας εκεί μια ψεύτικη παράδοση, δεν χρειάζεται! Κακό κάνουμε. Κάτι παραπάνω.
Είμαστε ιερόσυλοι!«…φυτρώστε, ουρλιάστε, φουσκώστε…»
Πληθυντικός αριθμός. Πολύ σωστά, γιατί η λαϊκή παράδοση περιλαμβάνει το σύνολο των έργων ή δραστηριοτήτων που εκφράζουν το λαό της και χαρακτηρίζεται από την ανωνυμία και τη συλλογικότητα.
Με εξαίρεση φωτεινές περιπτώσεις, αν τη βρει κανείς αυτή τη συλλογικότητα, «να μού σφυρίξει κλέφτικα». Η παράδοση «φορτώνεται» από την πρωτεύουσα και μεταφέρεται, όπου δει ή μάλλον όπου «οικονομεί». Και βεβαίως, να τα νταούλια, να οι καραγκούνες, να και τα αμπδήματα που θα έλεγε και η γιαγιά μου. Και έτσι πιστεύουμε ότι υπηρετούμε την παράδοση. Θα έρθουν οι άρχοντες, θα χειροκροτήσουν οι αρχόμενοι, θα εκδοθεί και δελτίο τύπου που θα αναφέρει ότι ο τάδε ή η τάδε πολιτικός παρευρέθη (ειδήσάρα!!!) «Οι άνθρωποι αυτοί της εξουσίας δεν παίζονται. Είναι β ά ρ β α ρ ο ι! μας έχουν σκάσει τη μπάκα!», φωνή απόγνωσης ανθρώπου, γνώστη και αληθινού εργάτη της παράδοσης.
Αυτά, και να ‘μαστε καλά να πάμε και σε άλλη παραδοσιακή βραδιά. Η συνέχεια; Επιχορήγηση… Αυτό κι αν είναι πονεμένη ιστορία… (Άλλη φορά αυτό).
Η κα βουλευτής Άρτας «ανάπιασε τα προζύμια» |
Και
συνέχιζε ο Σεφέρης: «Σε κάθε ανθρώπινο πρόβλημα δεν είναι εύκολο —και λίγοι το
πετυχαίνουν— να ξεχωρίσεις το ζωντανό από το θνησιμαίο. Οι δρόμοι της ζωής και
του θανάτου είναι μπερδεμένοι και σκοτεινοί, γι' αυτό χρειαζόμαστε ολόκληρη την
προσήλωσή μας. Εδώ κείται όλο το πρόβλημα της παράδοσης».
Τουτέστιν
μεθερμηνευόμενα μπορούμε να πούμε πως τα παραδοσιακά στοιχεία διακρίνονται σε
θνησιγενή και ζωντανά. Θνησιγενή είναι όσα (έχουν το θάνατο μέσα τους),
λειτούργησαν αλλά πλέον δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύγχρονης
κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτά αναγκαστικά παίρνουν μουσειακή μορφή, για να
συντηρείται η ιστορική μνήμη. (Αυτοί είμαστε, έτσι έζησαν οι πρόγονοί μας κλπ).
Υπάρχουν όμως και τα ζωντανά παραδοσιακά στοιχεία, όσα δηλαδή προσαρμόζονται
στις σύγχρονες ανάγκες. (Φωτογραφία Κώστας Μπατσής. Λαογραφικό Μουσείο Τζουμέρκων ΙΛΕΤ, Άγναντα) |
Με δυο
λόγια το θέμα μας είναι: Υπάρχει στον καιρό μας μια υπερβολική και αυθαίρετη
χρήση της έννοιας παράδοση. Δημιουργούμε παραστάσεις και αποτυπώνουμε τις
έγχρωμες φωτογραφίες στη μνήμη των προγόνων μας. Μπερδεύουμε τους Ήρωες και το
περιεχόμενό τους και τους κάνουμε να ζουν δισδιάστατα όπως στον Καραγκιόζη ο
Μέγας Αλέξανδρος με τον Βεζύρη. Και οι δυο μεγαλόπρεποι και συμπαθείς. Μας
εκστασιάζει ο τσάμικος μέσα σε ντισκοτέκ. Είμαστε σε θέση λοιπόν να βρούμε την
αληθινή ροή μας μες στους καιρούς που έρχονται, για να δεχθούμε κάποτε μια
οδυνηρή πραγματικότητα σαν την μόνη αλήθεια; Ποιά είναι τα ηθικά στοιχεία μέσα
απ’ την παράδοση για να τα συλλέξουμε και πως θα επιτευχθεί η απόρριψη του
γραφικού;
Μάνος Χατζιδάκις
Αυτά τα
λόγια του Μάνου Χατζηδάκη αν τα ενστερνιστούμε, πιστεύω πως θα δώσουμε τη σωστή
απάντηση στα πολιτιστικά δρώμενα στα Τζουμέρκα και θα αποτρέψουμε κάθε
οικονομική και πολιτική εκμετάλλευση των πολιτιστικών δραστηριοτήτων μας κατά
τους καλοκαιρινούς μήνες...