Γράφει ο Θεόδωρος Κουτρούκης (*)
Λένε πως κατά κάποιο τρόπο είμαστε τα παραμύθια μας. Τα δικά μου παραμύθια δεν είχαν πριγκιπόπουλα και βασιλοπούλες.
Δεν είχαν μάγισσες και δράκους, μήτε νάνους και ξωτικά.
Τα δικά παραμύθια μου είχαν πολλές εικόνες. Ένας σιδηροδρομικός σταθμός από όπου ξεκινούσαν το ταξίδι τους προς το Βορρά τα τρένα της απελπισίας δίχως παράθυρα, τρένα κατάμεστα από στοιβαγμένους επιβάτες. Μερικές ημέρες αργότερα σκυφτοί και αμίλητοι οι όμηροι των Ναζί εισέρχονταν -κάτω από την επιγραφή «ARBEIT MACHT FREI»- στο μακάβριο πεπρωμένο τους.
Φρικτή ήταν και η εικόνα των ανθρώπινων υπολειμμάτων με τα κουρελιασμένα ρούχα και το ξυρισμένο κεφάλι να σέρνονται στους χώρους του επίγειου Άδη αναζητώντας καμιά σωτήρια πατατόφλουδα, μια και η ελπίδα δεν ευδοκιμούσε στο Μπέργκεν Μπέλζεν και το Ράβενσμπρουκ.
Στρατόπεδα συγκέντρωσης που θα μπορούσαν αβίαστα να ποζάρουν ενώπιον του μεγάλου Φλωρεντινού, όταν εκείνος σκιαγραφούσε την Κόλαση του. Σωροί αποστεωμένων πτωμάτων, μπάλες μαλλιών των κρατουμένων που θα μετατραπούν σε κλωστές, σαπούνια με το γοτθικό αρκτικόλεξο της φράσης «Γνήσιο Εβραϊκό Λίπος», χρυσά δόντια, διαλυμένα παπούτσια, πεταμένες κούκλες και παιδικά παιχνίδια που δε θα χρησιμοποιηθούν ποτέ πια. Λάκκοι με τις στάχτες των κρατουμένων που δεν συμβάδιζαν με τα σχέδια του Γ’ Ράιχ.
Τα δικά μου παραμύθια είχαν μυρωδιές. Την έντονη οσμή της καμένης σάρκας που αναδυόταν από τα κρεματόρια. Τα υπολείμματα στα δωμάτια με τα ντουζ που ξερνούσαν το θανατηφόρο αέριο Zyklon B. Την μπαρουτοκαπνισμένη οσμή της κάνης στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τη μυρωδιά του φόβου.
Τα δικά μου παραμύθια είχαν ήχους. Το γοερό κλάμα των μικρών παιδιών που χωρίζονταν από τις μάνες τους. Τις κραυγές αγωνίας των τρομαγμένων γυναικών που υποχρεώθηκαν από τους επιβλητικούς στρατιώτες -που είχαν δύο S στο μπράτσο και ούρλιαζαν «schnell, schnell»- να γδυθούν κάτω από τα ντουζ με το παγωμένο νερό. Το κροτάλισμα των πολυβόλων που έκοβαν νήματα ζωής «δια ασήμαντον αφορμήν», καθώς και ο ρόγχος του ξεψυχίσματος των ηλικιωμένων και των αρρώστων, που μαρτυρούσε πως ηχεί παντού ίδια η πένθιμη άρια του θανάτου.
Από αυτά τα παραμύθια, έμεινε ως πολύτιμο ενθύμιο το πιστοποιητικό της ιδιότητας της «ομήρου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης», που εκδόθηκε από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Δε θα ξεχάσω ποτέ την περισσή ικανοποίηση, με την οποία χάιδευαν το κιτρινισμένο χαρτί εκείνα τα ροζιασμένα χέρια, λες και ήταν το πολυπόθητο έπαθλο μιας νίκης απέναντι στην πιο καλοκουρδισμένη φάμπρικά εξόντωσης ψυχών, που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.
Σε εκείνες τις αφηγήσεις, που συχνά διανθίζονταν με τη φράση «ξεγέλασα τον Χίτλερ κι επέζησα», θα λάβω αρκετές ψηφίδες ολοζώντανης ιστορίας για να συνθέτω ένα μωσαϊκό με εφιάλτες σε ολόκληρη τη ζωή μου.
Εκεί, δίπλα σε μια σόμπα πετρελαίου, θα συνειδητοποιήσω ότι θα πρέπει να χαρίσω στα παιδία μου το «Ημερολόγιο της Άννας Φράνκ», με την ελπίδα να μην αποτελέσει έναν καζαμία της μελλοντικής ζωής τους.
Εκεί, τέλος, θα μάθω ότι η μεγαλύτερη απώλεια που μπορεί να υποστεί ένας άνθρωπος είναι εκείνη της αξιοπρέπειας του και ότι εκείνοι που τη διαφύλαξαν στη σκιά της σβάστικας (κι η γιαγιά η Δέσποινα μαζί) δικαιούνται να ανεγείρουν το μνήμα τους στους σχηματισμούς των σύννεφων.
Πρώτη δημοσίευση: http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.post&id=22781
(*) Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου