Σε μελέτη της, με θέμα «το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2011 και 2012», η ΕΕΤ υπογραμμίζει πως η περικοπή του τραπεζικού χρέους του ιδιωτικού τομέα, ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, οδηγεί σε ανακατανομή του εισοδήματος εις βάρος εκείνων που δεν έχουν δανειστεί ή αποπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους κανονικά, νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό και υπονομεύει τα συναλλακτικά ήθη.
Και παράλληλα επισημαίνει πως το βάρος του όποιου «κουρέματος» στα δάνεια των ιδιωτών θα το επωμιστούν οι συνεπείς Έλληνες φορολογούμενοι, ενώ οι ζημίες που θα προέκυπταν για τις τράπεζες θα έπρεπε να καλυφθούν μέσω νέας ανακεφαλαιοποίησης, με ποσά που θα έπρεπε να αναζητηθούν στους Ευρωπαίους εταίρους και στο ΔΝΤ.
Σύμφωνα με τους τραπεζίτες, μία απόφαση για «κούρεμα» θα συνεπαγόταν ισόποσες ζημίες στους ισολογισμούς των τραπεζών, που θα είχε ως αποτέλεσμα περαιτέρω μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας αλλά και ζημία για τους μετόχους τους.
Και καθώς πλέον ο κυριότερος μέτοχος των ελληνικών τραπεζών είναι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το κόστος αποπληρωμής των νέων κεφαλαίων που θα απαιτηθούν θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό και τελικά θα το πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος.
Όπως υπογραμμίζεται στη μελέτη της ΕΕΤ, δάνεια έχει το 50% των ελληνικών νοικοκυριών και στην πλειονότητά τους τα δάνεια αυτά εξυπηρετούνται εγκαίρως.
Αν λοιπόν υπάρξει «χαριστική» συμπεριφορά σε ό,τι αφορά το «κούρεμα» χωρίς κριτήρια και διαδικασίες, τότε η απόφαση αυτή θα οδηγούσε σε μεγάλη ανακατανομή του εισοδήματος αλλά και σε σημαντικές αδικίες εις βάρος αυτών που δεν έχουν δανειστεί ή, αν έχουν δανειστεί, είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, ενώ στον επιχειρηματικό κλάδο μια τέτοια ενέργεια θα νόθευε τον υγιή ανταγωνισμό.
Μια τέτοια ενέργεια θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στα συναλλακτικά ήθη και στη λειτουργία της οικονομίας, καθώς θα οδηγούσε όλο και περισσότερους οφειλέτες στο να μην πληρώνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, γεγονός που θα είχε δραματικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και την απασχόληση.
Τέλος, η ΕΕΤ σημειώνει ότι τα χρήματα με τα οποία δανείζουν οι τράπεζες νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν προέρχονται από τα ίδια κεφάλαιά τους -τα οποία συμβάλλουν στη φερεγγυότητα τους-, αλλά προέρχονται από τα χρήματα των καταθετών τους. Συνεπώς η μη λελογισμένη μεταχείριση των δανείων θα έθετε σε κίνδυνο τις καταθέσεις από τις οποίες και έχουν χρηματοδοτηθεί τα εν λόγω δάνεια.
ΠΗΓΗ: www.imerisia.gr