Άρθρο του δικηγόρου Χρήστου Πέτσου
"Με αφορμή την πρόθεση πώλησης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ο δικηγόρος Χρ. Πέτσος γράφει για μία σημαντική νομική παράμετρο, που έχει αμεληθεί και αφορά τις συμβάσεις στεγαστικών δανείων του Ταμείου"
Με αφορμή την είδηση της ιστοσελίδας σας περί πρόθεσης της κυβέρνησης για ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού κλάδου του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ), θα ήθελα να επισημάνω μια νομική παράμετρο στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων του Ταμείου με τους δημοσίους υπαλλήλους, που έχει κατά τη γνώμη μου αμεληθεί.
Όπως είναι γνωστό το ΤΠΔ από την ίδρυση του είχε ως σκοπό τη στήριξη της στεγαστικής πολιτικής με τη χορήγηση δανείων για απόκτηση πρώτης κατοικίας από υπαλλήλους ή συνταξιούχους του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας, ενώ για το σκοπό αυτό του παρασχέθηκε η νομική δυνατότητα να παρακρατά τη μηνιαία δόση του δανείου από τον μισθό του δανειζόμενου υπαλλήλου, προνόμιο που σχεδόν εξάλειφε τον κίνδυνο επισφαλειών.
Σήμερα, λοιπόν, μετά τις δραματικές μειώσεις αποδοχών, που έχουν υποστεί οι δανειολήπτες - δημόσιοι υπάλληλοι, τυγχάνει εφαρμογής, κατά κύριο λόγο στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων, η γενική ρήτρα του άρθρου 288 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο κάθε σύμβαση πρέπει να εκτελείται σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη.
Πράγματι, ιστορικά, με κύρια βάση το άρθρο 288 του Αστικού Κώδικα, τα ελληνικά δικαστήρια είχαν δεχτεί και αποφασίσει την αναπροσαρμογή συμβάσεων υπό συνθήκες ακραίας μεταβολής της θέσης των δύο πλευρών, όπως σε περιπτώσεις μεγάλης υποτίμησης του νομίσματος, πχ. η περίφημη υποτίμηση της δραχμής από τον τότε Υπουργό Οικονομικών, Σπ. Μαρκεζίνη, το 1953. Τα δικαστήρια δέχτηκαν, λοιπόν, ερμηνεύοντας τη γενική αρχή του αστικού δικαίου περί καλής πίστης, σε συγκεκριμένες υποθέσεις, ότι το μίσθωμα (ενοίκιο) που είχε αρχικά συμφωνηθεί να καταβάλει ο μισθωτής (ενοικιαστής) έπρεπε να αναπροσαρμοστεί μετά από την υποτίμηση του νομίσματος, καθώς η συμφωνημένη ποσότητα χρημάτων προ της υποτίμησης δεν αντικατόπτριζε πλέον την εμπορική αξία του ακινήτου.
Αντίστοιχα, σήμερα, σε συνθήκες σκληρής εσωτερικής υποτίμησης, έχουμε την ιδιάζουσα σχέση μεταξύ του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων και των δανειοληπτών του, οι οποίοι όμως ταυτόχρονα φέρουν την ιδιότητα του δημόσιου υπαλλήλου. Την ίδια στιγμή, ο δανειστής είναι, έστω κι εμμέσως, και ο εργοδότης των δανειοληπτών, δηλαδή το Ελληνικό Δημόσιο.
Το Ελληνικό Δημόσιο, λοιπόν, αν και ως εργοδότης επέβαλε στους απασχολουμένους του συντριπτικές μειώσεις των εισοδημάτων τους, (π.χ. στην περίπτωση εκπαιδευτικού με δωδεκαετή υπηρεσία υπήρξε σωρευτικά μείωση αποδοχών ποσοστού άνω του 40% από το 2010 έως σήμερα, μη υπολογιζόμενης της επικείμενης κατάργησης των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και του επιδόματος αδείας), ωστόσο την ίδια στιγμή, ως δανειστής των εργαζομένων του, δεν δέχεται καμία ουσιαστική και δίκαιη αναπροσαρμογή των δικών του απαιτήσεων του, με βάση τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί.
Είναι σαφές ότι οι ρυθμίσεις για μείωση της παρακρατούμενης δόσης των δανείων χωρίς άφεση (διαγραφή) μέρους του χρέους ή για απλή χρονική μετάθεση αποπληρωμής μέρους των υποχρεώσεων δεν αποκαθιστούν βεβαίως την πρόδηλη ανισορροπία δικαίου μεταξύ των δύο συμβαλλομένων πλευρών. Αντίθετα, με τις προτεινόμενες, δήθεν «σωτήριες» ρυθμίσεις, οι δανειολήπτες-δημόσιοι υπάλληλοι «υποδουλώνονται» στο βωμό της εξυπηρέτησης μιας μακρόχρονης, πέραν της αρχικά συμφωνημένης διάρκειας, αποπληρωμής του δανείου τους, ενώ ταυτόχρονα δεν διαφαίνεται καμία ρεαλιστική, μελλοντική προοπτική αποκατάστασης των εισοδημάτων τους. Με αυτό τον τρόπο, δυσχεραίνεται σφοδρότατα η θέση των δανειοληπτών-δημοσίων υπαλλήλων όχι μόνο χωρίς καμία προσωπική τους ευθύνη, αλλά με ευθύνη του ίδιου τους του δανειστή-εργοδότη, του Ελληνικού Δημοσίου.
Είναι σημαντικό να τονιστεί μια ακόμη ιδιαιτερότητα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα που υπέστησαν τις απώλειες του «κουρέματος» των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που κατείχαν, καθ΄ όλη τη διάρκεια των τελευταίων ετών και διαρκούσης της κρίσης, αποκομίζει κέρδη εκατομμυρίων ΕΥΡΩ, τα δε κέρδη αυτά αποφασίστηκε πρόσφατα να κατευθύνονται κατά ποσοστό 100% πλέον προς το Ελληνικό Δημόσιο (βλ. την με αριθμό 2/23677/0094/5-4-2011 απόφαση του Υπ. Οικονομικών), ενώ παλαιότερα το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε μόλις 60%.
Συγκεκριμένα, για το έτος 2009 το ΤΠΔ ανακοίνωσε καθαρά κέρδη 166 εκατομ. ΕΥΡΩ, το έτος 2010 καθαρά κέρδη 81 εκατομ. ΕΥΡΩ και για το 2011, 10 εκατομ. ΕΥΡΩ, κι αυτό παρά τις χιλιάδες των αιτήσεων ρύθμισης που δέχεται από δημόσιους υπαλλήλους που αδυνατούν να επιβιώσουν εξυπηρετώντας το δάνειο τους. Πρόκειται για υπαλλήλους, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία, έχουν μια και μόνο δανειακή υποχρέωση, αυτή προς το ΤΠΔ, την οποία και ανέλαβαν λαμβάνοντας υπόψη τη μισθολογική τους κατάσταση, χωρίς να ήταν ανθρωπίνως δυνατό να προβλεφθεί η μετέπειτα ραγδαία υποβάθμιση των εισοδημάτων τους. Τη μισθολογική τους κατάσταση έλαβε υπόψη του και το ΤΠΔ κατά την έγκριση του δανείου, ενώ συνέδεσε την αποπληρωμή του από την παρακράτηση του μισθού του υπαλλήλου.
Κατά συνέπεια, η εφαρμογή της ρήτρας του αρ. 288 ΑΚ τουλάχιστον στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων που έλαβαν δημόσιοι υπάλληλοι από το ΤΠΔ επιβάλλει τη δικαστική αναπροσαρμογή των συμβάσεων αυτών μέσω της διαγραφής του άληκτου κεφαλαίου ή της μείωσης του κατά κανόνα σταθερού επιτοκίου, σε ποσοστό ανάλογο της μείωσης των αποδοχών καθενός από τους δημόσιους υπαλλήλους, αφού ληφθεί βεβαίως υπόψη εξατομικευμένα και η γενικότερη περιουσιακή τους κατάσταση (π.χ. εισοδήματα από άλλες πηγές). Η ρήτρα του αρ. 288 ΑΚ σαφώς δεν μπορεί να αφορά υπερχρεωμένους και με άλλους είδους πιστωτικές υποχρεώσεις υπαλλήλους, στους οποίους προσιδιάζει περισσότερο η διαδικασία των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων (Ν. 3869/2010, νόμος «Κατσέλη»), αν και είναι λίαν αμφισβητούμενο νομικά κατά πόσο αυτή μπορεί να καταλάβει τις υποχρεώσεις προς το ΤΠΔ.
Το συμπέρασμα είναι ότι το ΤΠΔ δεν είναι ένα οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα, αλλά αντίθετα στη σχέση του με τους δημόσιους υπαλλήλους παρουσιάζει πολύ σημαντικές ιδιαιτερότητες που επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη κατά τη μεταβίβαση του. Είναι ωστόσο βέβαιο ότι η διεκδίκηση της περιγραφόμενης δίκαιης αναπροσαρμογής εκ μέρους των δημοσίων υπαλλήλων θα δυσχερανθεί με την επικείμενη πώληση του τραπεζικού κλάδου του Ταμείου. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί εξαιρετικά δυσάρεστη παρατήρηση, το Ελληνικό Δημόσιο να κερδίζει από την προσωπική δυστυχία των υπαλλήλων του, που το ίδιο, με ευθύνη του, τους έχει επιβάλλει.
ΠΗΓΗ: www.Voria.gr