Μαρτυρίες και ενδείξεις για περίπου 40 συναντήσεις παραγόντων του κλάδου της πτηνοτροφίας με στόχο τον καθορισμό τιμών πώλησης των τελικών προϊόντων, τα ευρήματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού
Καρτέλ στην αγορά κοτόπουλου δρούσε επί δύο δεκαετίες
Την ώρα που οι μισθοί σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα καταποντίζονται, οι τιμές σε μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες παραμένουν στο ύψος τους ή αυξάνονται, εξανεμίζοντας το όποιο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, έπειτα από δύο σκληρά μνημονιακά χρόνια, οι τιμές βρίσκονται κατά μέσον όρο σε επίπεδα κατά 10% υψηλότερα από αυτά του τέλους του 2009, ενώ οι μισθοί είναι τουλάχιστον 15% πιο χαμηλά. Το μόνο θετικό σημάδι μέχρι στιγμής είναι η υποχώρηση του πληθωρισμού (στο 1,3% τον Ιούλιο), που υποδεικνύει απλώς συγκράτηση της αύξησης των τιμών.
Ασφαλώς οι αυξήσεις φόρων έχουν συμβάλει καθοριστικά στην εξέλιξη αυτή. Ωστόσο, η πίεση της μειωμένης ζήτησης θα έπρεπε να έχει οδηγήσει σε μειώσεις τιμών, αν λειτουργούσε σωστά ο ανταγωνισμός. Αυτό δεν συνέβη και ένας βασικός λόγος είναι η ύπαρξη ολιγοπωλίων στην ελληνική οικονομία. Με μυστικές και παράνομες συμφωνίες, οι παράγοντες των εν λόγω κλάδων φροντίζουν ώστε τα κέρδη τους να παραμένουν ανεπηρέαστα ή και να αυξάνονται, εις βάρος των καταναλωτών, των οποίων το πορτοφόλι αδειάζουν.
Ένα τέτοιο πιθανό καρτέλ διερευνά η Επιτροπή Ανταγωνισμού αυτήν την περίοδο, παρακινούμενη από το γεγονός ότι το 2010 οι Έλληνες έτρωγαν το 4ο ακριβότερο κοτόπουλο στην Ευρώπη. Αγκυλώσεις στην αγορά που συντηρούν τις τιμές στα ύψη έχουν κατά καιρούς επισημανθεί και σε κλάδους όπως οι μεταφορές και τα καύσιμα.
Όχι ένα αλλά τρία καρτέλ, το ένα συμπληρωματικό του άλλου, ενδέχεται να λειτουργούσαν για να καθορίζονται οι τιμές του κοτόπουλου τις τελευταίες δύο δεκαετίες εις βάρος των ελλήνων καταναλωτών, που αναγκάζονταν να πληρώνουν πολύ παραπάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παράγοντες της αγοράς ανέφεραν στα «ΝΕΑ» ότι για να λειτουργήσει αποτελεσματικά το σύστημα ελέγχου των τιμών, στο οποίο φέρεται να συμμετείχαν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του χώρου σύμφωνα με τα ευρήματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, είναι πιθανό να υπήρξαν συμφωνίες και για τις ζωοτροφές καθώς και για τους νεοσσούς που πωλούσαν κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις.
Από την έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού στον κλάδο της πτηνοτροφίας προκύπτει ότι από το 1996 έως και το 2010 συνολικά δεκατέσσερις εταιρείες συμμετείχαν σε δεκάδες συναντήσεις με σκοπό να καθορίσουν κατώτατες τιμές πώλησης κρέατος κοτόπουλου. Τα στοιχεία της Κομισιόν δείχνουν ξεκάθαρα πως οι Έλληνες, λίγο πριν από τους ελέγχους και τις εφόδους της Επιτροπής στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, έτρωγαν το τέταρτο ακριβότερο κοτόπουλο στην Ευρώπη.
Βετεράνος του κλάδου της πτηνοτροφίας, ο οποίος όπως αναφέρει έλαβε μέρος σε κάποιες από τις συναντήσεις των «μεγάλων παικτών της αγοράς» τη δεκαετία του 1990, αποκαλύπτει ότι οι όποιες συμφωνίες για τις τιμές χονδρικής πώλησης κρέατος θα έπρεπε να περιλαμβάνουν και συμφωνίες για τις ζωοτροφές και τους νεοσσούς καθώς οι τιμές αυτές συνδέονται.
«Όταν το φύραμα (σ.σ. ζωοτροφή) και οι νεοσσοί κοστίζουν για παράδειγμα 2 ευρώ, τότε το κρέας δεν μπορεί να κοστίζει λιγότερο, γιατί αλλιώς υπάρχει χασούρα. Αυτές οι τρεις τιμές σχετίζονται μεταξύ τους. Αν θέλεις να κρατάς ψηλά την τιμή χονδρικής δεν έχεις παρά να αυξήσεις τις άλλες δύο. Έτσι, πωλώντας ακριβότερα τις ζωοτροφές και τους νεοσσούς, υποχρεώνεις τους παραγωγούς να πωλούν ακριβότερα και το κρέας», επισημαίνει ο βετεράνος που δραστηριοποιείται στον χώρο της πτηνοτροφίας από τα προδικτατορικά χρόνια. Σημειώνεται ότι αρκετές από τις μεγάλες εταιρείες που βρίσκονται στο στόχαστρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού πωλούν σε παραγωγούς ζωοτροφές και νεοσσούς.
«Είχαν και έχουν όλες παρόμοια τιμή», λέει ο κ. Κλημέντζος, πτηνοτρόφος στα Μεσόγεια, για τις ζωοτροφές κοτόπουλων. Επισημαίνει ακόμη ότι το 2006, «το φύραμα ήταν πολύ πιο φθηνό σε σχέση με σήμερα». Το ίδιο ακριβώς ίσχυε και για τις τιμές κρέατος κοτόπουλου, παρότι εκείνη την περίοδο είχε αρχίσει να εξαπλώνεται η γρίπη των πτηνών που κορυφώθηκε στις αρχές του 2007. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης της Κομισιόν, το κρέας κοτόπουλου στις αρχές του 2012 ήταν ακριβότερο κατά 25% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2006.
ΜΕΙΚΤΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ. Το γεγονός ότι υπάρχουν πολύ μικρές διαφορές στις τιμές μεταξύ των ζωοτροφών επιβεβαιώνει και ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Οργανώσεων Παραγωγών Πτηνοτρόφων, Απόστολος Ζιώγας. Ξεκαθαρίζει μάλιστα ότι το κόστος εξαρτάται από τον τρόπο εξόφλησης, αν δηλαδή γίνεται μετρητοίς ή με πίστωση. Αναφέρει ωστόσο ότι δεν θεωρεί πως υπάρχει καθορισμός των τιμών κοτόπουλου στην αγορά και ότι είναι γνωστό πως ο κλάδος δεν αντέχει. «Οι παραγωγοί, είτε μεγάλοι είτε μικροί, κρέμονται από τις τράπεζες», αναφέρει.
Τα στοιχεία που προέκυψαν από την αυτεπάγγελτη έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η διεξαγωγή της οποίας ανακοινώθηκε στις 22 Αυγούστου, είναι αποκαλυπτικά. Εκπρόσωποι δεκατεσσάρων μεγάλων εταιρειών που εμπορεύονται κρέας κοτόπουλου και άλλα πτηνοτροφικά είδη, καθώς και ο σχετικός σύνδεσμος των επιχειρήσεων, συμμετείχαν για μία δεκαπενταετία σε συναντήσεις όπου συντόνιζαν τη δράση τους σχετικά με τον καθορισμό των τιμών πώλησης των προϊόντων τους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες από το 1996, οπότε χρονολογείται το πρώτο συμφωνητικό που εντόπισε η έρευνα, έως το 2010 έγιναν περίπου 40 συναντήσεις. Οι σχετικές συνεννοήσεις των εκπροσώπων, στελεχών ανώτερου ή ανώτατου επιπέδου των μεγάλων εταιρειών, φαίνεται πως γίνονταν και μέσω του οικείου συνδέσμου αλλά και απευθείας μεταξύ τους. Κατά μέσο όρο υπολογίζεται ότι ελάμβαναν χώρα δύο - τρεις συναντήσεις τον χρόνο.
Δύο από τις επιχειρήσεις σήμερα έχουν κλείσει, ενώ άλλες δύο βρίσκονται υπό το καθεστώς εκκαθάρισης. Έτσι, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει επιδώσει σε συνολικά 10 εταιρείες φάκελο σχετικό με την υπόθεση - σε κάθε εταιρεία από την οποία ελήφθησαν έγγραφα έχουν δοθεί αντίστοιχα αντίγραφα και έτσι οι επιχειρηματίες γνωρίζουν ποια στοιχεία έχουν στα χέρια τους οι επιθεωρητές της Επιτροπής. Μάλιστα, όπως φαίνεται από τα ευρήματα της έρευνας, ο σκοπός των συναντήσεων πέρα από τον καθορισμό τιμών ανά κανάλι διανομής - δηλαδή χονδρική, σουπερμάρκετ, μεγάλα κρεοπωλεία κ.ο.κ. - ήταν και ο διαχωρισμός της αγοράς έτσι ώστε να μην «κονταροχτυπιούνται» οι εταιρείες για τους πελάτες.
«Και συναντήσεις γίνονταν και συζητήσεις για τις τιμές. Αυτά όμως που συμφωνούνταν, άντε να εφαρμόζονταν για μία εβδομάδα. Μετά ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε», λέει ο βετεράνος παράγων του χώρου που παρέστη σε κάποιες συναντήσεις. «Εμείς γελάμε όταν ακούμε για καρτέλ. Και αυτό γιατί για να μιλάς για καρτέλ θα πρέπει να υπάρχει και κάποιο κέρδος. Το καρτέλ έχει νόημα όταν μπορεί να κερδίζει ο επιχειρηματίας και όχι όταν ζημιώνεται όπως γίνεται σήμερα».
Σύμφωνα πάντως με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, παράβαση δεν αποτελεί μόνο η εφαρμογή του καθορισμού των τιμών, αλλά ακόμα και η πρόθεση κάποιων να καθορίσουν τις τιμές.
ΟΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ. Ο βετεράνος παραδέχεται ότι και κάποιοι παραγωγοί, κατά κύριο λόγο μικροί σε μέγεθος, θεωρούσαν πως αυτές οι συναντήσεις έπρεπε να γίνονται μεταξύ των μεγάλων καθώς έτσι θα καθοριζόταν υψηλή τιμή χονδρικής και θα είχαν κέρδος και αυτοί. «Οι μεγάλοι περισσότερο συναντιούνταν για να ψυχολογήσουν ο ένας τον άλλον», θυμάται ο βετεράνος και εξηγεί ότι το κλίμα που επικρατούσε σε συναντήσεις που είχε παραβρεθεί δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόλογο: «Συμπεριφέρονταν με μικροπρέπεια και υπήρχε έλλειψη επαγγελματισμού, όπως αποδεικνύεται και σήμερα από τη γενικότερη πορεία του κλάδου. Έλεγε ο ένας, "γιατί πήγες στον τάδε χασάπη και το έδωσες φθηνότερα;», απαντούσε ο άλλος, "και εσύ τα ίδια έκανες και χειρότερα"». Μάλιστα, αναφέρει πως ήταν παρών σε συνάντηση, κατά την οποία είχε συμφωνηθεί να μπαίνουν 100 μητέρες νεοσσών σε κάθε χώρο. «Δεν τηρήθηκε ούτε αυτό, αφού βρέθηκαν κάποιοι που έβαζαν μέχρι και 120».
Ο βετεράνος θεωρεί ότι σημεία-κλειδιά της υπόθεσης είναι το ναυάγιο μεγάλης πτηνοτροφικής επιχείρησης λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οπότε και υπήρξε το πρώτο συμφωνητικό μεταξύ των μεγάλων της αγοράς, καθώς και η επικείμενη μετάβαση του κέντρου παραγωγής από τη Χαλκίδα στα Ιωάννινα.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ. Το γεγονός ότι δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση των τιμών το 1994 - μέχρι τότε το κοτόπουλο ήταν διατιμημένο προϊόν - υπήρξε συμφωνητικό μεταξύ των μεγάλων παικτών της αγοράς είναι αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν κάποιες ελληνικές επιχειρήσεις τον ανταγωνισμό, αναφέρουν άνθρωποι που ασχολούνται με την αγορά.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι μόνο μία από τις μεγάλες εταιρείες δεν συμμετείχε στις συναντήσεις. Εκπρόσωπος της συγκεκριμένης επιχείρησης φέρεται στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας να αρνείται την πρόσκληση να συμμετάσχει στις όποιες συνεννοήσεις για τον καθορισμό τιμών, καθώς και ότι έχει πλήρη επίγνωση πως αυτό που γίνεται αποτελεί ξεκάθαρη παράβαση της σχετικής νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό.
«Η εταιρεία μας απείχε πάντα από τέτοιου είδους πρακτικές», είπε στέλεχος της επιχείρησης που απείχε από το σύστημα καθορισμού τιμών, σε τηλεφωνική του επικοινωνία με «ΤΑ ΝΕΑ». Άφησε μάλιστα να εννοηθεί ότι χρειάστηκαν μεγάλες προσπάθειες από την επιχείρηση για να μπορέσει να σταθεί όρθια απέναντι στο καρτέλ. Η ίδια πηγή ξεκαθάρισε πως η εταιρεία δεν επιθυμεί να προβεί σε δηλώσεις για την ουσία της υπόθεσης, τουλάχιστον όχι προτού ανακοινωθούν συγκεκριμένα ονόματα επιχειρήσεων που έχουν παραβεί τον νόμο περί ανταγωνισμού.
ΠΗΓΗ: www.tanea.gr
Καρτέλ στην αγορά κοτόπουλου δρούσε επί δύο δεκαετίες
Την ώρα που οι μισθοί σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα καταποντίζονται, οι τιμές σε μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες παραμένουν στο ύψος τους ή αυξάνονται, εξανεμίζοντας το όποιο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Συγκεκριμένα, έπειτα από δύο σκληρά μνημονιακά χρόνια, οι τιμές βρίσκονται κατά μέσον όρο σε επίπεδα κατά 10% υψηλότερα από αυτά του τέλους του 2009, ενώ οι μισθοί είναι τουλάχιστον 15% πιο χαμηλά. Το μόνο θετικό σημάδι μέχρι στιγμής είναι η υποχώρηση του πληθωρισμού (στο 1,3% τον Ιούλιο), που υποδεικνύει απλώς συγκράτηση της αύξησης των τιμών.
Ασφαλώς οι αυξήσεις φόρων έχουν συμβάλει καθοριστικά στην εξέλιξη αυτή. Ωστόσο, η πίεση της μειωμένης ζήτησης θα έπρεπε να έχει οδηγήσει σε μειώσεις τιμών, αν λειτουργούσε σωστά ο ανταγωνισμός. Αυτό δεν συνέβη και ένας βασικός λόγος είναι η ύπαρξη ολιγοπωλίων στην ελληνική οικονομία. Με μυστικές και παράνομες συμφωνίες, οι παράγοντες των εν λόγω κλάδων φροντίζουν ώστε τα κέρδη τους να παραμένουν ανεπηρέαστα ή και να αυξάνονται, εις βάρος των καταναλωτών, των οποίων το πορτοφόλι αδειάζουν.
Ένα τέτοιο πιθανό καρτέλ διερευνά η Επιτροπή Ανταγωνισμού αυτήν την περίοδο, παρακινούμενη από το γεγονός ότι το 2010 οι Έλληνες έτρωγαν το 4ο ακριβότερο κοτόπουλο στην Ευρώπη. Αγκυλώσεις στην αγορά που συντηρούν τις τιμές στα ύψη έχουν κατά καιρούς επισημανθεί και σε κλάδους όπως οι μεταφορές και τα καύσιμα.
Όχι ένα αλλά τρία καρτέλ, το ένα συμπληρωματικό του άλλου, ενδέχεται να λειτουργούσαν για να καθορίζονται οι τιμές του κοτόπουλου τις τελευταίες δύο δεκαετίες εις βάρος των ελλήνων καταναλωτών, που αναγκάζονταν να πληρώνουν πολύ παραπάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παράγοντες της αγοράς ανέφεραν στα «ΝΕΑ» ότι για να λειτουργήσει αποτελεσματικά το σύστημα ελέγχου των τιμών, στο οποίο φέρεται να συμμετείχαν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του χώρου σύμφωνα με τα ευρήματα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, είναι πιθανό να υπήρξαν συμφωνίες και για τις ζωοτροφές καθώς και για τους νεοσσούς που πωλούσαν κάποιες από αυτές τις επιχειρήσεις.
Από την έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού στον κλάδο της πτηνοτροφίας προκύπτει ότι από το 1996 έως και το 2010 συνολικά δεκατέσσερις εταιρείες συμμετείχαν σε δεκάδες συναντήσεις με σκοπό να καθορίσουν κατώτατες τιμές πώλησης κρέατος κοτόπουλου. Τα στοιχεία της Κομισιόν δείχνουν ξεκάθαρα πως οι Έλληνες, λίγο πριν από τους ελέγχους και τις εφόδους της Επιτροπής στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, έτρωγαν το τέταρτο ακριβότερο κοτόπουλο στην Ευρώπη.
Βετεράνος του κλάδου της πτηνοτροφίας, ο οποίος όπως αναφέρει έλαβε μέρος σε κάποιες από τις συναντήσεις των «μεγάλων παικτών της αγοράς» τη δεκαετία του 1990, αποκαλύπτει ότι οι όποιες συμφωνίες για τις τιμές χονδρικής πώλησης κρέατος θα έπρεπε να περιλαμβάνουν και συμφωνίες για τις ζωοτροφές και τους νεοσσούς καθώς οι τιμές αυτές συνδέονται.
«Όταν το φύραμα (σ.σ. ζωοτροφή) και οι νεοσσοί κοστίζουν για παράδειγμα 2 ευρώ, τότε το κρέας δεν μπορεί να κοστίζει λιγότερο, γιατί αλλιώς υπάρχει χασούρα. Αυτές οι τρεις τιμές σχετίζονται μεταξύ τους. Αν θέλεις να κρατάς ψηλά την τιμή χονδρικής δεν έχεις παρά να αυξήσεις τις άλλες δύο. Έτσι, πωλώντας ακριβότερα τις ζωοτροφές και τους νεοσσούς, υποχρεώνεις τους παραγωγούς να πωλούν ακριβότερα και το κρέας», επισημαίνει ο βετεράνος που δραστηριοποιείται στον χώρο της πτηνοτροφίας από τα προδικτατορικά χρόνια. Σημειώνεται ότι αρκετές από τις μεγάλες εταιρείες που βρίσκονται στο στόχαστρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού πωλούν σε παραγωγούς ζωοτροφές και νεοσσούς.
«Είχαν και έχουν όλες παρόμοια τιμή», λέει ο κ. Κλημέντζος, πτηνοτρόφος στα Μεσόγεια, για τις ζωοτροφές κοτόπουλων. Επισημαίνει ακόμη ότι το 2006, «το φύραμα ήταν πολύ πιο φθηνό σε σχέση με σήμερα». Το ίδιο ακριβώς ίσχυε και για τις τιμές κρέατος κοτόπουλου, παρότι εκείνη την περίοδο είχε αρχίσει να εξαπλώνεται η γρίπη των πτηνών που κορυφώθηκε στις αρχές του 2007. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης της Κομισιόν, το κρέας κοτόπουλου στις αρχές του 2012 ήταν ακριβότερο κατά 25% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2006.
ΜΕΙΚΤΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ. Το γεγονός ότι υπάρχουν πολύ μικρές διαφορές στις τιμές μεταξύ των ζωοτροφών επιβεβαιώνει και ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Οργανώσεων Παραγωγών Πτηνοτρόφων, Απόστολος Ζιώγας. Ξεκαθαρίζει μάλιστα ότι το κόστος εξαρτάται από τον τρόπο εξόφλησης, αν δηλαδή γίνεται μετρητοίς ή με πίστωση. Αναφέρει ωστόσο ότι δεν θεωρεί πως υπάρχει καθορισμός των τιμών κοτόπουλου στην αγορά και ότι είναι γνωστό πως ο κλάδος δεν αντέχει. «Οι παραγωγοί, είτε μεγάλοι είτε μικροί, κρέμονται από τις τράπεζες», αναφέρει.
Τα στοιχεία που προέκυψαν από την αυτεπάγγελτη έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η διεξαγωγή της οποίας ανακοινώθηκε στις 22 Αυγούστου, είναι αποκαλυπτικά. Εκπρόσωποι δεκατεσσάρων μεγάλων εταιρειών που εμπορεύονται κρέας κοτόπουλου και άλλα πτηνοτροφικά είδη, καθώς και ο σχετικός σύνδεσμος των επιχειρήσεων, συμμετείχαν για μία δεκαπενταετία σε συναντήσεις όπου συντόνιζαν τη δράση τους σχετικά με τον καθορισμό των τιμών πώλησης των προϊόντων τους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες από το 1996, οπότε χρονολογείται το πρώτο συμφωνητικό που εντόπισε η έρευνα, έως το 2010 έγιναν περίπου 40 συναντήσεις. Οι σχετικές συνεννοήσεις των εκπροσώπων, στελεχών ανώτερου ή ανώτατου επιπέδου των μεγάλων εταιρειών, φαίνεται πως γίνονταν και μέσω του οικείου συνδέσμου αλλά και απευθείας μεταξύ τους. Κατά μέσο όρο υπολογίζεται ότι ελάμβαναν χώρα δύο - τρεις συναντήσεις τον χρόνο.
Δύο από τις επιχειρήσεις σήμερα έχουν κλείσει, ενώ άλλες δύο βρίσκονται υπό το καθεστώς εκκαθάρισης. Έτσι, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει επιδώσει σε συνολικά 10 εταιρείες φάκελο σχετικό με την υπόθεση - σε κάθε εταιρεία από την οποία ελήφθησαν έγγραφα έχουν δοθεί αντίστοιχα αντίγραφα και έτσι οι επιχειρηματίες γνωρίζουν ποια στοιχεία έχουν στα χέρια τους οι επιθεωρητές της Επιτροπής. Μάλιστα, όπως φαίνεται από τα ευρήματα της έρευνας, ο σκοπός των συναντήσεων πέρα από τον καθορισμό τιμών ανά κανάλι διανομής - δηλαδή χονδρική, σουπερμάρκετ, μεγάλα κρεοπωλεία κ.ο.κ. - ήταν και ο διαχωρισμός της αγοράς έτσι ώστε να μην «κονταροχτυπιούνται» οι εταιρείες για τους πελάτες.
«Και συναντήσεις γίνονταν και συζητήσεις για τις τιμές. Αυτά όμως που συμφωνούνταν, άντε να εφαρμόζονταν για μία εβδομάδα. Μετά ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε», λέει ο βετεράνος παράγων του χώρου που παρέστη σε κάποιες συναντήσεις. «Εμείς γελάμε όταν ακούμε για καρτέλ. Και αυτό γιατί για να μιλάς για καρτέλ θα πρέπει να υπάρχει και κάποιο κέρδος. Το καρτέλ έχει νόημα όταν μπορεί να κερδίζει ο επιχειρηματίας και όχι όταν ζημιώνεται όπως γίνεται σήμερα».
Σύμφωνα πάντως με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, παράβαση δεν αποτελεί μόνο η εφαρμογή του καθορισμού των τιμών, αλλά ακόμα και η πρόθεση κάποιων να καθορίσουν τις τιμές.
ΟΙ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ. Ο βετεράνος παραδέχεται ότι και κάποιοι παραγωγοί, κατά κύριο λόγο μικροί σε μέγεθος, θεωρούσαν πως αυτές οι συναντήσεις έπρεπε να γίνονται μεταξύ των μεγάλων καθώς έτσι θα καθοριζόταν υψηλή τιμή χονδρικής και θα είχαν κέρδος και αυτοί. «Οι μεγάλοι περισσότερο συναντιούνταν για να ψυχολογήσουν ο ένας τον άλλον», θυμάται ο βετεράνος και εξηγεί ότι το κλίμα που επικρατούσε σε συναντήσεις που είχε παραβρεθεί δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόλογο: «Συμπεριφέρονταν με μικροπρέπεια και υπήρχε έλλειψη επαγγελματισμού, όπως αποδεικνύεται και σήμερα από τη γενικότερη πορεία του κλάδου. Έλεγε ο ένας, "γιατί πήγες στον τάδε χασάπη και το έδωσες φθηνότερα;», απαντούσε ο άλλος, "και εσύ τα ίδια έκανες και χειρότερα"». Μάλιστα, αναφέρει πως ήταν παρών σε συνάντηση, κατά την οποία είχε συμφωνηθεί να μπαίνουν 100 μητέρες νεοσσών σε κάθε χώρο. «Δεν τηρήθηκε ούτε αυτό, αφού βρέθηκαν κάποιοι που έβαζαν μέχρι και 120».
Ο βετεράνος θεωρεί ότι σημεία-κλειδιά της υπόθεσης είναι το ναυάγιο μεγάλης πτηνοτροφικής επιχείρησης λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οπότε και υπήρξε το πρώτο συμφωνητικό μεταξύ των μεγάλων της αγοράς, καθώς και η επικείμενη μετάβαση του κέντρου παραγωγής από τη Χαλκίδα στα Ιωάννινα.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ. Το γεγονός ότι δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση των τιμών το 1994 - μέχρι τότε το κοτόπουλο ήταν διατιμημένο προϊόν - υπήρξε συμφωνητικό μεταξύ των μεγάλων παικτών της αγοράς είναι αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν κάποιες ελληνικές επιχειρήσεις τον ανταγωνισμό, αναφέρουν άνθρωποι που ασχολούνται με την αγορά.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι μόνο μία από τις μεγάλες εταιρείες δεν συμμετείχε στις συναντήσεις. Εκπρόσωπος της συγκεκριμένης επιχείρησης φέρεται στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας να αρνείται την πρόσκληση να συμμετάσχει στις όποιες συνεννοήσεις για τον καθορισμό τιμών, καθώς και ότι έχει πλήρη επίγνωση πως αυτό που γίνεται αποτελεί ξεκάθαρη παράβαση της σχετικής νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό.
«Η εταιρεία μας απείχε πάντα από τέτοιου είδους πρακτικές», είπε στέλεχος της επιχείρησης που απείχε από το σύστημα καθορισμού τιμών, σε τηλεφωνική του επικοινωνία με «ΤΑ ΝΕΑ». Άφησε μάλιστα να εννοηθεί ότι χρειάστηκαν μεγάλες προσπάθειες από την επιχείρηση για να μπορέσει να σταθεί όρθια απέναντι στο καρτέλ. Η ίδια πηγή ξεκαθάρισε πως η εταιρεία δεν επιθυμεί να προβεί σε δηλώσεις για την ουσία της υπόθεσης, τουλάχιστον όχι προτού ανακοινωθούν συγκεκριμένα ονόματα επιχειρήσεων που έχουν παραβεί τον νόμο περί ανταγωνισμού.
ΠΗΓΗ: www.tanea.gr