Καβγάς ξέσπασε με την ανακοίνωση της πρόθεσης του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη να δημιουργήσει κέντρα κράτησης λαθρομεταναστών σε όλες τις περιφέρειες της χώρας. Την ώρα που η λαθρομετανάστευση αποτελεί βόμβα για τον κοινωνικό ιστό τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες μεγάλες πόλεις, οι περιφερειάρχες άρχισαν το παιχνίδι της κολοκυθιάς: «γιατί να έρθουν εδώ και να μην πάνε αλλού;».
Μπροστά στην αρνητική αντίδραση των περισσότερων περιφερειαρχών, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έδωσε διορία μιας εβδομάδας προκειμένου να κάνουν τις προτάσεις τους, διαφορετικά όπως δήλωσε το ζήτημα της χωροθέτησης τριών χώρων κράτησης ανά περιφέρεια θα διευθετηθεί με νομοθετική ρύθμιση.
Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα, ακόμη κι αν ξεπεραστούν οι αντιδράσεις, αποτελούν τόσο το κόστος κατασκευής όσο και το κόστος λειτουργίας αυτών των κέντρων. Όπως εκτιμάται, απαιτούνται πάνω από 250 εκατ. ευρώ και, σύμφωνα με τον κ. Χρυσοχοΐδη, θα εξασφαλισθούν από ευρωπαϊκούς πόρους.
«Τα κέντρα θα λειτουργήσουν παρά τις όποιες αντιδράσεις», υποστήριξε ο κ. Χρυσοχοΐδης, ο οποίος, προειδοποίησε πως το σχέδιο θα προχωρήσει με αποφάσεις που θα ληφθούν σε κεντρικό επίπεδο εάν δεν υποδειχθούν οι κατάλληλοι χώροι από τους περιφερειάρχες.
Ο υπουργός επισήμανε ότι θα υπάρξουν ανταποδοτικά οικονομικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες από τη λειτουργία των κέντρων, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των οποίων θα δημιουργηθεί από ένα επιπλέον αστυνομικό τμήμα με δύναμη 150 ανδρών που θα τοποθετούνται με κριτήρια και την εντοπιότητα. Σε κάθε κέντρο υπολογίζεται πως θα χρειαστεί να απασχοληθούν επιπλέον 250 άτομα για διαφορετικές εργασίες, ενώ 70 από αυτούς θα αποτελούν τη δύναμη εσωτερικής φύλαξης του χώρου που θα ανατεθεί σε ιδιωτικές εταιρείες φύλαξης.
Σύμφωνα μάλιστα με το υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη κ. Λευτέρη Οικονόμου, η τοπική οικονομία όπου θα δημιουργηθεί το κέντρο κράτησης θα τονωθεί κατά 600.000 ευρώ κάθε μήνα δεδομένου ότι το κόστος συντήρησης ανά κρατούμενο είναι περίπου 20 ευρώ ημερησίως.
Με τα δεδομένα αυτά, όπως αναφέρουν τα Νέα, το κόστος λειτουργίας του κάθε κέντρου θα ανέρχεται ετησίως στα 7,5 εκατ. ευρώ χωρίς να υπολογίζεται σε αυτό το κόστος κατασκευής τους που θα πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα στάνταρ ποιότητας ύστερα από οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Μπροστά στην αρνητική αντίδραση των περισσότερων περιφερειαρχών, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έδωσε διορία μιας εβδομάδας προκειμένου να κάνουν τις προτάσεις τους, διαφορετικά όπως δήλωσε το ζήτημα της χωροθέτησης τριών χώρων κράτησης ανά περιφέρεια θα διευθετηθεί με νομοθετική ρύθμιση.
Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα, ακόμη κι αν ξεπεραστούν οι αντιδράσεις, αποτελούν τόσο το κόστος κατασκευής όσο και το κόστος λειτουργίας αυτών των κέντρων. Όπως εκτιμάται, απαιτούνται πάνω από 250 εκατ. ευρώ και, σύμφωνα με τον κ. Χρυσοχοΐδη, θα εξασφαλισθούν από ευρωπαϊκούς πόρους.
«Τα κέντρα θα λειτουργήσουν παρά τις όποιες αντιδράσεις», υποστήριξε ο κ. Χρυσοχοΐδης, ο οποίος, προειδοποίησε πως το σχέδιο θα προχωρήσει με αποφάσεις που θα ληφθούν σε κεντρικό επίπεδο εάν δεν υποδειχθούν οι κατάλληλοι χώροι από τους περιφερειάρχες.
Ο υπουργός επισήμανε ότι θα υπάρξουν ανταποδοτικά οικονομικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες από τη λειτουργία των κέντρων, για την καλύτερη εξυπηρέτηση των οποίων θα δημιουργηθεί από ένα επιπλέον αστυνομικό τμήμα με δύναμη 150 ανδρών που θα τοποθετούνται με κριτήρια και την εντοπιότητα. Σε κάθε κέντρο υπολογίζεται πως θα χρειαστεί να απασχοληθούν επιπλέον 250 άτομα για διαφορετικές εργασίες, ενώ 70 από αυτούς θα αποτελούν τη δύναμη εσωτερικής φύλαξης του χώρου που θα ανατεθεί σε ιδιωτικές εταιρείες φύλαξης.
Σύμφωνα μάλιστα με το υφυπουργό Προστασίας του Πολίτη κ. Λευτέρη Οικονόμου, η τοπική οικονομία όπου θα δημιουργηθεί το κέντρο κράτησης θα τονωθεί κατά 600.000 ευρώ κάθε μήνα δεδομένου ότι το κόστος συντήρησης ανά κρατούμενο είναι περίπου 20 ευρώ ημερησίως.
Με τα δεδομένα αυτά, όπως αναφέρουν τα Νέα, το κόστος λειτουργίας του κάθε κέντρου θα ανέρχεται ετησίως στα 7,5 εκατ. ευρώ χωρίς να υπολογίζεται σε αυτό το κόστος κατασκευής τους που θα πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα στάνταρ ποιότητας ύστερα από οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.