Την καθιέρωση νέων αντικειμενικών κριτηρίων για τον προσδιορισμό των ακαθάριστων εσόδων των ελευθέρων επαγγελματιών που δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα προωθεί το υπουργείο Οικονομικών.
Με το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών που θα παρουσιασθεί σήμερα, Πέμπτη, στο Υπουργικό Συμβούλιο εισάγονται νέα αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό του εισοδήματος επιτηδευματιών και ελευθέρων επαγγελματιών στα οποία περιλαμβάνονται οι τραπεζικές καταθέσεις, ο οφειλόμενος ΦΠΑ, ο κύκλος εργασιών συγγενών επαγγελματιών και οι ευρύτερες δαπάνες του επιτηδευματία.
Για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των επιτηδευματιών θα λαμβάνονται υπόψη το είδος της δραστηριότητας, το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων, των επενδύσεων σε μετοχές και ομόλογα, ο τόπος και ο χρόνος άσκησης του επαγγέλματος, η επιφάνεια της επαγγελματικής εγκατάστασης, οι μισθολογικές δαπάνες, το μεικτό ποσοστό κέρδους ανάλογα με το είδος των πωλούμενων αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών και οι λειτουργικές δαπάνες.
Εφόσον το αποτέλεσμα του ελέγχου έχει εξαχθεί βάσει των πιο πάνω μεθόδων, ο έφορος πριν τον υπολογισμού του φόρου θα πρέπει να καλέσει τον φορολογούμενο σε ακρόαση, ο οποίος μπορεί να επικαλεστεί οποιοδήποτε στοιχείο προκειμένου να αποδείξει πως ο φόρος που του καταλογίζεται δε έχει υπολογισθεί με βάση τα πραγματικά στοιχεία.
Με το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών που θα παρουσιασθεί σήμερα, Πέμπτη, στο Υπουργικό Συμβούλιο εισάγονται νέα αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό του εισοδήματος επιτηδευματιών και ελευθέρων επαγγελματιών στα οποία περιλαμβάνονται οι τραπεζικές καταθέσεις, ο οφειλόμενος ΦΠΑ, ο κύκλος εργασιών συγγενών επαγγελματιών και οι ευρύτερες δαπάνες του επιτηδευματία.
Για τον προσδιορισμό του εισοδήματος των επιτηδευματιών θα λαμβάνονται υπόψη το είδος της δραστηριότητας, το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων, των επενδύσεων σε μετοχές και ομόλογα, ο τόπος και ο χρόνος άσκησης του επαγγέλματος, η επιφάνεια της επαγγελματικής εγκατάστασης, οι μισθολογικές δαπάνες, το μεικτό ποσοστό κέρδους ανάλογα με το είδος των πωλούμενων αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών και οι λειτουργικές δαπάνες.
Εφόσον το αποτέλεσμα του ελέγχου έχει εξαχθεί βάσει των πιο πάνω μεθόδων, ο έφορος πριν τον υπολογισμού του φόρου θα πρέπει να καλέσει τον φορολογούμενο σε ακρόαση, ο οποίος μπορεί να επικαλεστεί οποιοδήποτε στοιχείο προκειμένου να αποδείξει πως ο φόρος που του καταλογίζεται δε έχει υπολογισθεί με βάση τα πραγματικά στοιχεία.