Ενδείξεις για ύφεση πάνω από 5,5% του ΑΕΠ, το 2011, δείχνουν τα στοιχεία που έδωσε η ΕΛΣΤΑΤ για το τρίτο τρίμηνο του χρόνου, σύμφωνα με τα οποία η ύφεση έφτασε στο 5% (από 5,2% του ΑΕΠ που ήταν η πρώτη εκτίμηση της ΕΛ.ΣΤΑΤ.), πριν από λίγες μέρες, λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων, αλλά και της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών. Με βάση τα διαθέσιμα, μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία (τα πλήρη στοιχεία δεν έχουν δημοσιοποιηθεί από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. εδώ και έξι μήνες), η ύφεση για τα τρία τρίμηνα του χρόνου διαμορφώνεται στο 6,9% του ΑΕΠ.
Δεδομένης, επίσης, της τελευταίας εκτίμησης για την τριμηνιαία μεταβολή της ύφεσης (8,3% του ΑΕΠ για το πρώτο τρίμηνο, 7,4% του ΑΕΠ για το δεύτερο τρίμηνο και 5% του ΑΕΠ για το τρίτο τρίμηνο), η επίτευξη του στόχου για ύφεση 5,5% του ΑΕΠ σημαίνει ότι για το τελευταίο τρίμηνο του χρόνου η ύφεση δεν θα πρέπει να ξεπεράσει το 1,3% του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν ληφθεί υπόψη η καλπάζουσα ανεργία, η κάθετη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης και η τεράστια υποχώρηση των επενδύσεων που αποτυπώνεται και στα στατιστικά στοιχεία.
Ειδικότερα, σε μακροοικονομικό επίπεδο, η ΕΛ.ΣΤΑΤ. καταγράφει, για το τρίτο τρίμηνο, μείωση της τελικής ζήτησης της οικονομίας κατά 5,1%, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2010. Σε επίπεδο απόλυτων αριθμών, η τελική κατανάλωση, το τρίτο τρίμηνο του χρόνου, μειώθηκε κατά 2,3 δισ. ευρώ και έφτασε στα 42,3 δισ. ευρώ, από 44,6 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα του 2009. Το πιο σημαντικό είναι ότι στη μείωση της κατανάλωσης συνέβαλε κυρίως η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης των νοικοκυριών και λιγότερο η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης και η μείωση της δημόσιας κατανάλωσης.
Συγκεκριμένα, η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, που αφορά στις δαπάνες των νοικοκυριών, καταγράφεται για το τρίτο τρίμηνο του χρόνου σε 5,5%, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του περασμένου χρόνου. Σε σταθερές τιμές, οι καταναλωτικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών, για το τρίτο τρίμηνο του 2011, μειώθηκαν κατά 1,85 δισ. ευρώ, στα 33,75 δισ. ευρώ, από 35,7 δισ. ευρώ που ήταν το ίδιο διάστημα του 2010.
Οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης (δηλαδή των υπουργείων, των ασφαλιστικών ταμείων, των δημόσιων νοσοκομείων, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των ΝΠΔΔ), μειώθηκαν μόνο κατά 3,9% τα τρίτο τρίμηνο του 2011, σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2010. Σε σταθερές τιμές, οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκαν μόνο κατά 214 εκατ. ευρώ, φτάνοντας το τρίτο τρίμηνο στα 8,6 δισ. ευρώ, από 8,91 δισ. ευρώ, που ήταν το ίδιο τρίμηνο του 2010.
Η μόνη θετική εξέλιξη στη διαμόρφωση του ΑΕΠ είναι αυτή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ειδικά στο κομμάτι που αφορά τις εξαγωγές.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., οι ελληνικές εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών (όπου περιλαμβάνονται και οι τουριστικές εισπράξεις) αυξήθηκαν κατά 3,2% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2010. Σε σταθερές τιμές, το ύψος των ελληνικών εξαγωγών αυξήθηκε κατά περίπου 340 εκατ. ευρώ, στα 13,8 δισ., από 13,4 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα του 2010.
Αντίθετα, η κάθετη πτώση της ζήτησης και, κατά συνέπεια, και των επενδύσεων διατήρησαν το αρνητικό πρόσημο στο ρυθμό μεταβολής των εισαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών, οι οποίες καταγράφουν μείωση κατά 4,3% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2010.
Σε σταθερές τιμές, η αξία των ελληνικών εισαγωγών μειώθηκε κατά περίπου 638 εκατ. ευρώ, στα 14,27 δισ. ευρώ, από 14,9 δισ. ευρώ που ήταν το ίδιο διάστημα του 2011. Αν η συνολική ύφεση της οικονομίας ξεπεράσει κατά πολύ το στόχο που έχει τεθεί όχι μόνο για την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και για την τρόικα, με βάση την αναθεώρηση του μνημονίου, το 2012 θα ξεκινήσει με μια εξαιρετικά αρνητική δυναμική, η οποία θα απειλήσει και το στόχο για ύφεση 2,8% του ΑΕΠ για το 2012.
Δεδομένης, επίσης, της τελευταίας εκτίμησης για την τριμηνιαία μεταβολή της ύφεσης (8,3% του ΑΕΠ για το πρώτο τρίμηνο, 7,4% του ΑΕΠ για το δεύτερο τρίμηνο και 5% του ΑΕΠ για το τρίτο τρίμηνο), η επίτευξη του στόχου για ύφεση 5,5% του ΑΕΠ σημαίνει ότι για το τελευταίο τρίμηνο του χρόνου η ύφεση δεν θα πρέπει να ξεπεράσει το 1,3% του ΑΕΠ. Κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν ληφθεί υπόψη η καλπάζουσα ανεργία, η κάθετη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης και η τεράστια υποχώρηση των επενδύσεων που αποτυπώνεται και στα στατιστικά στοιχεία.
Ειδικότερα, σε μακροοικονομικό επίπεδο, η ΕΛ.ΣΤΑΤ. καταγράφει, για το τρίτο τρίμηνο, μείωση της τελικής ζήτησης της οικονομίας κατά 5,1%, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2010. Σε επίπεδο απόλυτων αριθμών, η τελική κατανάλωση, το τρίτο τρίμηνο του χρόνου, μειώθηκε κατά 2,3 δισ. ευρώ και έφτασε στα 42,3 δισ. ευρώ, από 44,6 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα του 2009. Το πιο σημαντικό είναι ότι στη μείωση της κατανάλωσης συνέβαλε κυρίως η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης των νοικοκυριών και λιγότερο η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης και η μείωση της δημόσιας κατανάλωσης.
Συγκεκριμένα, η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, που αφορά στις δαπάνες των νοικοκυριών, καταγράφεται για το τρίτο τρίμηνο του χρόνου σε 5,5%, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του περασμένου χρόνου. Σε σταθερές τιμές, οι καταναλωτικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών, για το τρίτο τρίμηνο του 2011, μειώθηκαν κατά 1,85 δισ. ευρώ, στα 33,75 δισ. ευρώ, από 35,7 δισ. ευρώ που ήταν το ίδιο διάστημα του 2010.
Οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης (δηλαδή των υπουργείων, των ασφαλιστικών ταμείων, των δημόσιων νοσοκομείων, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των ΝΠΔΔ), μειώθηκαν μόνο κατά 3,9% τα τρίτο τρίμηνο του 2011, σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2010. Σε σταθερές τιμές, οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκαν μόνο κατά 214 εκατ. ευρώ, φτάνοντας το τρίτο τρίμηνο στα 8,6 δισ. ευρώ, από 8,91 δισ. ευρώ, που ήταν το ίδιο τρίμηνο του 2010.
Η μόνη θετική εξέλιξη στη διαμόρφωση του ΑΕΠ είναι αυτή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ειδικά στο κομμάτι που αφορά τις εξαγωγές.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., οι ελληνικές εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών (όπου περιλαμβάνονται και οι τουριστικές εισπράξεις) αυξήθηκαν κατά 3,2% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2010. Σε σταθερές τιμές, το ύψος των ελληνικών εξαγωγών αυξήθηκε κατά περίπου 340 εκατ. ευρώ, στα 13,8 δισ., από 13,4 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα του 2010.
Αντίθετα, η κάθετη πτώση της ζήτησης και, κατά συνέπεια, και των επενδύσεων διατήρησαν το αρνητικό πρόσημο στο ρυθμό μεταβολής των εισαγωγών προϊόντων και υπηρεσιών, οι οποίες καταγράφουν μείωση κατά 4,3% σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2010.
Σε σταθερές τιμές, η αξία των ελληνικών εισαγωγών μειώθηκε κατά περίπου 638 εκατ. ευρώ, στα 14,27 δισ. ευρώ, από 14,9 δισ. ευρώ που ήταν το ίδιο διάστημα του 2011. Αν η συνολική ύφεση της οικονομίας ξεπεράσει κατά πολύ το στόχο που έχει τεθεί όχι μόνο για την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και για την τρόικα, με βάση την αναθεώρηση του μνημονίου, το 2012 θα ξεκινήσει με μια εξαιρετικά αρνητική δυναμική, η οποία θα απειλήσει και το στόχο για ύφεση 2,8% του ΑΕΠ για το 2012.