Ο έλεγχος για τις δαπάνες και τις αποδείξεις.
Με πρόσθετη φορολογία κινδυνεύουν χιλιάδες φορολογούµενοι που θα εµφανίσουν το 2012 λιγότερες δαπάνες, αγορές και καταθέσεις από τα ετήσια πραγµατικά εισοδήµατά τους και τα δάνεια που πιθανόν να λάβουν.
Το υπουργείο Οικονοµικών έχει αποφασίσει να εφαρµόσει το ηλεκτρονικό «πόθεν έσχες» µε τη συµπλήρωση ενός ειδικού εντύπου µε τον κωδικό Ε10. Σύµφωνα µε πληροφορίες που δημοσιεύει το «Βήµα της Κυριακής», το νέο έντυπο θα περιλαµβάνει τις εξής βασικές κατηγορίες οικονοµικών στοιχείων του φορολογουµένου και της συζύγου στην περίπτωση των εγγάµων: από τη µία µεριά τα έσοδα και τα δάνεια που εµφανίζονται και από την άλλη οι δαπάνες, οι αγορές και οι καταθέσεις.
Στην περίπτωση που η διαφορά των συνολικών εσόδων µε το σύνολο των δαπανών και των καταθέσεων είναι µεγαλύτερη του 10% του συνόλου των εσόδων τότε θα επιβαρυνθεί ο φορολογούµενος µε πρόσθετη φορολογία 10%.
Με αυτόν τον τρόπο το υπουργείο Οικονοµικών ουσιαστικά επιδιώκει να τιµωρήσει τους φορολογουµένους εκείνους που εµφανίζουν εισοδήµατα αλλά δεν µπορούν να δικαιολογήσουν πού βρίσκονται τα εισοδήµατα που απέµειναν µετά την αφαίρεση των πραγµατικών δαπανών µε αποδείξεις ή των καταθέσεών τους σε τραπεζικό λογαριασµό.
Μέχρι σήµερα η Εφορία εντόπιζε φορολογουµένους που εµφάνιζαν στις φορολογικές δηλώσεις υψηλότερες δαπάνες από έσοδα. Η διαδικασία εντοπισµού τους γινόταν µέσω του ελέγχου «πόθεν έσχες», δηλαδή αν οι δαπάνες π.χ. για την αγορά ενός ακινήτου, ενός αυτοκινήτου, ενός έργου τέχνης κτλ. καλύπτονταν από τα πραγµατικά εισοδήµατα που είχαν δηλωθεί τα προηγούµενα χρόνια στην Εφορία. Με το νέο σύστηµα το υπουργείο Οικονοµικών βάζει ως στόχο να εντοπίσει επί πραγµατικών εισοδηµάτων δαπάνες για τις οποίες δεν έχει ζητηθεί ούτε µία απόδειξη.
Κλασικό παράδειγµα είναι η καταβολή υπέρογκων ενοικίων για ακίνητα τα οποία εµφανίζονται στην Εφορία να εκµισθώνονται για πολύ χαµηλό αντίτιµο. Είναι προφανές ότι αν κάποιος, για παράδειγµα, καταβάλλει ετησίως 10.000 ευρώ ενοίκια και στην Εφορία εµφανίζει µόλις 3.000 ευρώ ως δαπάνη από τη συγκεκριµένη διαδικασία τότε η Εφορία θα του επιβάλει εφόσον εµπίπτει στις παραπάνω προϋποθέσεις φορολογία 700 ευρώ (10.000 - 3.000 = 7.000 ευρώ Χ 10%).
Έτσι, µε αυτόν τον τρόπο οι φορολογικές αρχές ευελπιστούν ότι θα ασκήσουν πίεση στους πολίτες να ζητούν από µόνοι τους αποδείξεις καταναλωτικών δαπανών ώστε να µην κινδυνεύσουν να φορολογηθούν πρόσθετα. Κάτι αντίστοιχο εφαρµόζεται το τελευταίο διάστηµα και στους φορολογουµένους που εµφανίζουν χαµηλά εισοδήµατα αλλά την ίδια στιγµή υψηλές καταθέσεις στις τράπεζες.
Σε αυτή την περίπτωση όσοι δεν µπορέσουν να δικαιολογήσουν την προέλευση των χρηµάτων που βρίσκονται σε κάποιον καταθετικό λογαριασµό θα κληθούν να πληρώσουν πρόσθετο φόρο, σαν οι καταθέσεις αυτές να ήταν δηλωθέν εισόδηµα.
Τι γίνεται όµως στην περίπτωση που κάποιος δεν επιθυµεί τη διαφορά του εισοδήµατος σε σύγκριση µε τις δαπάνες που έχει πραγµατοποιήσει να τις καταθέσει στην τράπεζα αλλά να τις κρατήσει στο σπίτι του; Αυτός είναι ένας γρίφος που πρέπει να λυθεί σύντοµα από το υπουργείο Οικονοµικών Είναι προφανές ότι εφόσον εφαρµοστεί το νέο σύστηµα σύγκρισης ετήσιων εσόδων-εισοδηµάτων και δαπανών (αγορές, αποδείξεις, καταθέσεις κτλ.), τότε ο φορολογούµενος θα µπορεί να συµπεριλάβει στις αποδείξεις δαπανών και αυτές που έως σήµερα εξαιρούνται, όπως είναι για παράδειγµα οι δαπάνες για ηλεκτρικό, νερό, τηλέφωνο (κινητή και σταθερή τηλεφωνία), τα εισιτήρια µεταφορικών µέσων (πλοίων, αεροπλάνων, τρένων κτλ.) και άλλων δαπανών.
Πλέον στο καλάθι των αποδείξεων θα περιλαµβάνονται όλες οι δαπάνες που πραγµατοποιεί ένα νοικοκυριό, από την αγορά ενός πακέτου τσιγάρα µέχρι και ενός αεροπλάνου!