Οι αναθέσεις δημοσίων συμβάσεων
χωρίς διαγωνισμό σημειώνουν έξαρση τα τελευταία χρόνια.
Αρχικά να αναφέρουμε ότι η αναγκαιότητα
της διαδικασίας της απευθείας ανάθεσης για
τη λειτουργία των δημοσίων φορέων, αναγκαιότητα που αναγνωρίζεται και
από τον νομοθέτη, δεν αμφισβητείται.
Όμως ο τεράστιος αριθμός των
απευθείας αναθέσεων αλλά και πρακτικές που ακολουθούνται εγείρουν αμφισβητήσεις
και πολλούς προβληματισμούς για την κατάτμηση έργων, την παραβίαση της αρχής
της οικονομικότητας και γενικότερα για την ακεραιότητα της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του
Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων (ΚΗΜΔΗΣ), όπως δημοσιεύθηκαν
στην έντυπη έκδοσης της εφημερίδας Ναυτεμπορική [1] δόθηκαν με
απευθείας ανάθεση το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι τρεις στις τέσσερις δημόσιες
συμβάσεις του Δημοσίου και αφορούν υπηρεσίες, έργα, προμήθειες, τεχνικές ή
λοιπές συναφείς υπηρεσίες. Σε ποσοστό επί του συνόλου οι συμβάσεις με απευθείας
ανάθεση ανέρχονται στο 74,3%.
Σημειώνεται, ότι η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης ενισχύθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ, με την αύξηση των ορίων για τις δημόσιες συμβάσεις από τις 20.000 ευρώ στις 30.000 ευρώ για υπηρεσίες και προμήθειες και από τις 30.000 ευρώ στις 60.000 για έργα και προϊόντα και υπηρεσίες τεχνολογίας. Μετά από αυτήν την ενέργεια καταγράφεται σημαντική αύξηση των απευθείας αναθέσεων.