Ο
κορωνοϊός SARS-CoV-2, ένα καινούργιο στέλεχος της γνωστής ήδη, από προηγηθείσες
επιδημίες, ομάδας των κορωνοϊών, μπήκε στη ζωή όλων μας τους τελευταίους σχεδόν
6 μήνες, με τη μορφή πανδημίας, ανατρέποντας πλήρως τα υγειονομικά δεδομένα
παγκοσμίως, αλλά και τροποποιώντας δραματικά την καθημερινότητα του μεγαλύτερου
μέρους των κατοίκων της γης.
Αν και
-όπως φαίνεται- η κατάσταση αντιμετωπίζεται επιτυχώς προς το παρόν, τουλάχιστον
στη χώρα μας, κανείς δυστυχώς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την πορεία
της πανδημίας στο μέλλον.
Για το λόγο αυτό πρέπει να παραμένουμε ενημερωμένοι,
καθώς η συλλογή των επιστημονικών δεδομένων και η προσπάθεια για τη
φαρμακευτική και προληπτική της αντιμετώπιση, μέσω εμβολίων, είναι σε πυρετώδη
εξέλιξη.
Μέχρι
να συμβεί αυτό, η αναζήτηση δεικτών πρώιμης διάγνωσης αποτελεί έναν πολύ
σημαντικό παράγοντα.
Εδώ, η συμβολή του Ωτορινολαρυγγολόγου φαίνεται πως
μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμη, εξηγεί η
κα Σταματία Βλάχου
Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διευθύντρια Γ΄ Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου
στο Metropolitan General.
Η νόσος
COVID-19 προκαλεί -εκτός από τον πυρετό (44-98%), το βήχα (46-82%) και την
αναπνευστική δυσχέρεια (31%)- μία ποικιλία συμπτωμάτων από το ανώτερο
αναπνευστικό σύστημα, όπως ρινική συμφόρηση (μπούκωμα), καταρροή, πονόλαιμο,
κεφαλαλγία και διαταραχές της όσφρησης και της γεύσης. Αν και στην πλειονότητα
των περιστατικών (πάνω από το 80%) η νόσηση από τον SARS-CoV-2 είναι ήπια, η
-πραγματικά- μικρή πιθανότητα αυτά τα συμπτώματα να οφείλονται στον κορωνοϊό
προκαλεί μεγάλο άγχος στους ασθενείς, διότι είναι εξαιρετικά συνήθη σε όλες τις
κοινές λοιμώξεις, αλλά και σε αλλεργικές καταστάσεις, αποτελούσαν ανέκαθεν
αιτίες επίσκεψης στον γιατρό ΩΡΛ, και δεν είναι «ειδικά». Ωστόσο, εδώ οι
επιστήμονες εντόπισαν κάτι που μπορεί να αποβεί κριτικής σημασίας για την
έγκαιρη διάγνωση της νόσου.