Τι είναι η καρδιακή ανεπάρκεια και σε τι οφείλεται;
Καρδιακή ανεπάρκεια είναι η κατάσταση εκείνη που η
καρδιά ως μυς αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του οργανισμού, δηλαδή να
εξωθήσει το αίμα που χρειάζονται τα υπόλοιπα όργανα για την θρέψη και
λειτουργία τους. Επειδή το αίμα και το οξυγόνο δεν φτάνουν για να θρέψουν τους
μυς και τα όργανα του σώματος, οι μύες κουράζονται και ο ασθενής με καρδιακή
ανεπάρκεια εμφανίζει εύκολα κόπωση. Παράλληλα δεν επιστρέφει αρκετό αίμα στην
καρδιά, επειδή η αδύναμη καρδιά δεν μπορεί να το τραβήξει πίσω. Το αίμα που δεν
μπορεί να γυρίσει πίσω μαζεύεται στις φλέβες, αυξάνεται η πίεση μέσα σε αυτές,
οπότε αρχίζουν να βγαίνουν υγρά στους γύρω ιστούς, κυρίως στα πόδια (οιδήματα-
πρήξιμο) και την κοιλιά.
Στην πραγματικότητα τις περισσότερες φορές δεν
αποτελεί νόσο μόνη της αλλά είναι η τελική κατάληξη όλων των άλλων
καρδιαγγειακών νοσημάτων, δηλαδή της παραμελημένης αρτηριακής υπέρτασης, της μη
ελεγμένης χρόνιας αρρυθμίας, της στεφανιαίας νόσου, του σακχαρώδη διαβήτη,
παθήσεων των νεφρών, των πνευμόνων και του θυρεοειδούς αδένα, ενώ φλεγμονές του
καρδιακού μυός και κληρονομικά νοσήματα μπορεί σπανιότερα να οδηγήσουν επίσης
στην εμφάνισή της.
Πώς γίνεται η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας;
Η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας γίνεται από
τον ιατρό με το ιστορικό και την φυσική εξέταση, και η επιβεβαίωση από
παρακλινικές εξετάσεις όπως ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχοκαρδιογράφημα,
ακτινογραφία θώρακα, στεφανιογραφία, μαγνητική τομογραφία καρδιάς και
ειδικότερες εξετάσεις αναπνευστικής λειτουργίας εφ όσον κριθούν απαραίτητες. O
βιοχημικός και αιματολογικός έλεγχος μπορεί να αναδείξει παθογόνες καταστάσεις
που συμβάλλουν στην εμφάνισης της καρδιακής ανεπάρκειας, ενώ η μέτρηση ειδικών
πεπτιδίων στο αίμα βοηθά στον αποκλεισμό καρδιολογικής αιτιολογίας των
συμπτωμάτων και σημείων.
Μπορεί να παρουσιαστεί σε νεότερους ενήλικες;
Η καρδιακή ανεπάρκεια ευτυχώς δεν είναι συχνή σε
μικρές ηλικίες. Η μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης της είναι σε ηλικίες άνω των
65 ετών, καθώς η στεφανιαία νόσος που αποτελεί και την κύρια αιτία της
εκφράζεται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Η συχνότητα της είναι περίπου 1% στα άτομα
κάτω των 65 ετών, και αυξάνει προοδευτικά στο 7% σε άτομα 75 έως 84 ετών και
στο 15% σε άτομα άνω των 85 ετών.
Σε νεαρούς ενήλικες το κύριο αίτιο καρδιακής
ανεπάρκειας είναι οι συγγενείς καρδιοπάθειες που αποτελούν δομικές παθήσεις της
καρδιάς από την γέννηση και οι μυοκαρδίτιδες που αποτελούν φλεγμονώδη προσβολή
της καρδιάς από ιούς. Στην περίπτωση της μυοκαρδίτιδας η εμφάνιση καρδιακής
ανεπάρκειας δύναται να συνοδεύει λιγότερο από το 1/3 των περιπτώσεων και σε
μεγάλο ποσοστό είναι αναστρέψιμη.