Ο
χαιρετισμός του Προέδρου της ΠΣΕ Γιώργου
Δόση, στην παρουσίαση του βιβλίου, υπό την αιγίδα της Πανηπειρωτικής
Συνομοσπονδίας, τη Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017, στο Πνευματικό Κέντρο
Ηπειρωτών.
Τέτοια
ώρα ήταν εψές, τέτοια και παραπροψές
Τέτοια και παραπροψές, στο χορό που χόρευαν.
Στο
χορό που χόρευαν όλο αγόρια και παιδιά.
Όλο
αγόρια και παιδιά και κορίτσια ανύπαντρα …
Συ που
σέρνεις το χορό, κάμε διπλοκάγκελο.
Κάμε
διπλοκάγκελο, κάμε καγκελίσματα …
Είπαν
πολλοί, με πικρία, πως από τη λαϊκή μας παράδοση απέμειναν μόνον οι χοροί. Και
λησμονούν πως ο χορός, όπως και το τραγούδι ήταν πάντα και θα μείνουν ως τα πιο
σημαντικά στοιχεία της λαϊκής παράδοσης.
Και
τούτο γιατί ο χορός άνθισε πριν ανθίσει ο άνθρωπος: στα έντομα, στα πουλιά, στα
ζώα κάθε είδους, και ακόμη γιατί ‘’ο χορός‘’ όπως παρατηρεί ο Μωρίς Μπεζάρ,
‘’είναι από τις σπάνιες δραστηριότητες, όπου ο άνθρωπος δίνεται ολόκληρος:
σώμα, καρδιά, πνεύμα‘’
Αν,
καθώς λέγουν, ‘’η ύλη κινείται σε έναν αιώνιο κύκλο, τότε το σύμπαν ο-λόκληρο
είναι ένας χορός στο άπειρο του χώρου και του χρόνου‘’.
‘’Σε
κάθε μας κίνηση‘’, λέει ο Γάλλος φιλόσοφος Ροζέ Γκαρωντύ, ‘’μεταδίδεται όλη η
αναταραχή του κόσμου, που ανασαίνει με την ανάσα μας και χτυπάει με το σφυγμό
μας‘’.
Τα
λόγια, πολλές φορές, χωρίζουν, ο χορός ενώνει.
Ενώνει
τα χέρια, ενώνει τις ανάσες, ενώνει τους καημούς και τα όνειρα και εκφράζει την
ενότητα και την υπεροχή της ομάδας. Γι’ αυτό αποκαλύπτει το μεγαλείο ή τις
αδυναμίες ενός πολιτισμού.
Στην
Κίνα του 6ου π.Χ. αιώνα ο σοφός Κομφούκιος έλεγε: ‘’Δείξε μου πώς χορεύει ένας
λαός και θα σας πω αν ο πολιτισμός του είναι άρρωστος ή υγιής‘’.
Οι
αρχαίο πρόγονοί μας, σχετικά με την αρχή του χορού στη γη, αφηγούνταν την πιο
κάτω μικρή ιστορία, που αποτέλεσε και μέρος της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
Τις
πρώτες μέρες της δημιουργίας του κόσμου, πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου στη
γη, μια από τις Τιτανίδες, η Ρέα, η γυναίκα του Κρόνου, δίδαξε την ΄τεχνη του
χορού στους Κουρήτες, γιους της γης, που κατοικούσαν στην Κρή-τη και στους
Κορύβαντες, που ζούσαν στη Φρυγία της Μ. Ασίας. Η πράξη αυτή της βγήκε σε καλό
αργότερα. Ο Κρόνος, όπως λέγει ο μύθος, μόλις γεννιούνταν τα παιδιά του τα
έτρωγε, για να μη χάσει τη βασιλεία του. Η Ρέα, για να γεννήσει το μικρότερο
γιο της, το Δία, έφτασε στην Κρήτη. Αμέσως τον έκρυψε σε μια σπηλιά και έδωσε
στον Κρόνο μια πέτρα τυλιγμένη με φασκιές. Ο Κρόνος κατάπιε την πέτρα και η Ρέα
ανέθεσε τη φροντίδα του βρέφους στους Κουρήτες. Αυτοί, για να ‘’σκεπάσουν‘’ το
κλάμα του Δία και να μην το ακούσει ο Κρόνος, χόρευαν έναν άγριο, πηδηχτό χορό,
βγάζοντας δυνατές κραυγές και χτυπώντας τα σπαθιά τους στις ασπίδες τους.
Σύμφωνα με το μύθο, οι Κουρήτες έγιναν, αργότερα, ιερείς του Δία και συνέχισαν
αυτοί και οι απόγονοί τους, για πολλούς αιώνες, τους χορούς τους, ως μέρος της
λατρευτικής τελετουργίας.
Με το
χορό συνδέθηκε πολύ στενά, η κυνηγετική και η αγροτική φάση της ανθρώπινης
κοινωνίας, όταν οι άνθρωποι εξαρτιόνταν άμεσα από τη φύση και τις ιδιοτροπίες
της, από τις εποχές και τη γονιμότητα της γης.
Στην
εποχή μας, εποχή επανάστασης στην επιστήμη και την τεχνολογία, θεωρούμε
μοναδική πρόοδο κάθε τι που έρχεται από την ‘’πολιτισμένη‘’ Δύση: αντίθετα,
αμφισβητούμε και θεωρούμε παλαιά, ξεπερασμένα στοιχεία της δικής μας παράδοσης,
αγνοώντας τα λόγια του Σεφέρη: ‘’Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι
σαν να σβήνεις και ένα κομμάτι από το μέλλον‘’.
Υπάρχουν,
όμως, κάποιοι συνάνθρωποί μας, θρεμμένοι με τη μαγιά της παράδοσης και
‘’ζυμωμένοι‘’ με τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας, οι οποίοι, με πολλούς
τρόπους, εκδηλώνουν την ανησυχία τους, ευτυχώς, για τη διατήρηση των βασικών
θεμάτων του λαϊκού μας πολιτισμού ή προσπαθούν να διατηρήσουν την ενθύμησή τους
στις νεότερες γενιές, για να οδηγούνται αυτές στο δρόμο του μέλλοντος, με γνώμονα
τη γνώση του παρελθόντος.
Ένας
από αυτούς είναι και ο συμπατριώτης μας, εκλεκτός δημοσιογράφος και
εκδότης Ανδρέας Ρίζοε, συγγραφέας και άλλων βιβλίων σχετικά με τη παράδοση και
τα Τζουμέρκα αλλά και του σημαντικού
πονήματος που έχουμε στα χέρια μας και παρουσιάζουμε σήμερα, στο Πνευματικό
Κέντρο Ηπειρωτών:
«Το
Διπλοκάγκελο στους Μελισσουργούς Άρτας, την αετοφωλιά των Τζουμέρκων"
Ο
οποίος ανυποχώρητος πάντα, στερεί από τον εαυτό του πολλές από τις μικροχαρές
της ζωής για να συγκεντρώσει κομμάτι-κομμάτι τα απομεινάρια του λαϊκού Πολιτισμού
μας και να τα παραδώσει στη γενιά μας και τις γενιές που θα
ακολουθήσουν.
Το
Καγκελάρι, πολυπρόσωπος υπαίθριος χορός, χορεύεται κατά κανόνα παραδοσιακά, σε
ορεινά χωριά του Νομού Πρέβεζας σε όλα
τα Τζουμέρκα, τη περιοχή του Ξηροβουνίου Άρτας και τα χωριά που είναι στα νότια
της Περιφερειακής Ενότητας των Ιωαννίνων και συνορεύουν με Αρτινά ή Πρεβεζάνικα
χωριά που χορεύουν Καγκελάρι,
τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο: την Δεύτερη ή Τρίτη της Λαμπρής, στις
Παπαδάτες Πρέβεζας χορεύεται και της
Ζωοδόχου Πηγής και τη δεύτερη ημέρα του κορυφαίου πανηγυριού του χωριού, αυτό
της της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο ή
της γιορτής του προστάτη Αγίου του Χωριού, π.χ. της Αγίας Παρασκευής (26 και 27
Ιουλίου).
Την
ονομασία του Καγκελάρι την οφείλει ή στη λέξη κάγκελο, επειδή οι χορευτές είναι
τοποθετημένοι και συνδεδεμένοι όπως τα κάγκελα ή στα καγκέλια ή καγκελίσματα,
τα διπλώματα, δηλαδή, του κύκλου που κάνουν οι χορευτές στο χορό. Πάντως με την
ονομασία Καγκελάρι δεν εννοούμε έναν συγκεκριμένο χορό αλλά όλα όσα λαβαίνουν
χώρα κατά τη διάρκεια του δρώμενου.
Οι
ρίζες του χορού χάνονται στα βάθη του χρόνου. Μαρτυρίες για το πότε ακριβώς
εμφανίστηκε δεν υπάρχουν. ‘’Από το ύφος του και τις μονότονες κινήσεις και την
καθολική σχεδόν συμμετοχή των πανηγυριστών, φαίνεται ότι είναι αρχαϊκό λείψανο,
μέσο συμμετοχής και εκδηλώσεων κοινών συναισθημάτων από μεγάλες ομάδες λαού‘’.
Πάντως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είναι ήδη γνωστός.
Θα
πρέπει, λοιπόν, να συνδέεται με τα ηρωικά χρόνια των αγώνων των κατοίκων αλλά
και με τη μακρόχρονη σκλαβιά της Ηπείρου, αν κρίνουμε από τα λόγια ενός γέρου
Ηπειρώτη από τους Παπαδάτες Πρεβέζης που χόρεψε το χορό αυτό στο χωριό του πριν
από 1912:
--‘’Για
μας τότε το Καγκελάρι ήταν ξέσπασμα. Με τα σφιχτοδεμένα χέρια μας, ήτανε σαν να
δίναμε ο ένας στον άλλο θάρρος. Και το πάτημά μας στον σκοπό του χορού ήταν
δυνατό και οργισμένο. Έμοιαζε σαν να πατούσαμε την τυραννία...‘’
Δε θα
ήταν όμως και άστοχο να υποθέσουμε ότι τα τραγούδια, όπως και οι χορευτικοί
σχηματισμοί, να ήρθαν στην περιοχή των Τζουμέρκων με τους Σουλιώτες μετά την
καταστροφή του Σουλίου. Είναι γνωστό ότι σε αρκετά χωριά της περιοχής
εγκαταστάθηκαν μετά τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές εστίες ταράφια Σουλιώτικα.