H ομιλία του φιλόλογου Θανάση
Κούγκουλου, στη λογοτεχνική βραδιά με θέμα: ‘’Η διαχρονικότητα της ηπειρωτικής
λογοτεχνίας’’, στην εκδήλωση ''Ηπειρώτες Λογοτέχνες και Εικαστικοί Καλλιτέχνες'',
που διοργάνωσε η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία Ελλάδος στο Ζάππειο Μέγαρο, από 19
μέχρι και 23 Ιανουαρίου 2008
|
Θανάσης Κούγκουλος, Φιλόλογος |
Είναι
πλέον κοινός τόπος της κριτικής ότι η μεταπολεμική πεζογραφία έχει άμεση
συνάφεια και τροφοδοτείται σταθερά από τις δραματικές συνθήκες της κρίσιμης,
για τη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, δεκαετίας 1940-1950. Η ηπειρώτικη
πεζογραφία μετά το 1945 όχι μόνο δεν αποτελεί εξαίρεση από τον παραπάνω γενικό
κανόνα αλλά αναδεικνύει τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του ’40, την Κατοχή, τον
Εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή διάσπαση των πατροπαράδοτων κοινωνικών δεσμών ως
κεντρικούς θεματικούς της άξονες μέσα από την οπτική του βασανισμένου, σωματικά
και ψυχικά, θύματος.1
Ο
ηπειρώτικος χώρος με την επιβλητική ορεινή φύση, το χυμώδες γλωσσικό ιδίωμα, τη
ζωντανή λαϊκή παράδοση και βέβαια τη φρικτή εμπειρία του πολέμου και της φυγής
αντιπροσωπεύει για τους γηγενείς συγγραφείς την απολεσθείσα αθωότητα της
παιδικής ηλικίας και μετουσιώνεται σε λογοτεχνική γραφή με διακριτή ταυτότητα
στη νεοελληνική πεζογραφία. Παρότι, συνήθως, η αφήγηση αφορά τον θάνατο στην
πιο ωμή του εκδοχή, απελευθερώνεται μια συγκλονιστική ευαισθησία, καθώς το
σημασιακό περιεχόμενο της διήγησης είναι βαθύτατα ανθρωπιστικό και κατά βάση
παρηγορητικό. Εξάλλου, τις περισσότερες φορές η φθορά του θανάτου
εξισορροπείται από τη ζωογόνα επίδραση ενός μεγάλου αντιμάχου, του έρωτα.
|
Δημήτρης Χατζής |
Πρωτοπόρος
στην αφηγηματική στροφή προς τα θύματα των συγκρούσεων της αιματηρής περιόδου
1940-1950 αποδεικνύεται ο Δημήτρης Χατζής, που από την εποποιία της Μουργκάνας
(1948) περνά στην συνταρακτική σκηνή του αγκαλιάσματος ανταρτών και
κυβερνητικών στρατιωτών για να γλιτώσουν από το θανατηφόρο κρύο στο διήγημα
«Ανυπεράσπιστοι» (πρώτη δημοσίευση 1964).2 Το παράδειγμά του ακολουθούν στη
συνέχεια όλοι σχεδόν οι μεταπολεμικοί Ηπειρώτες πεζογράφοι, όπως οι Γιάννης
Λυμπερόπουλος, Γιάννης Δάλλας, Χριστόφορος Μηλιώνης και Φάνης Μούλιος.
Στο
παρόν σημείωμά μας αναφερόμαστε επιλεκτικά και επιγραμματικά σε τέσσερις
συγγραφείς της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και σε ισάριθμα
διηγήματά τους. Πρόκειται για τους Κίμωνα Τζάλλα, Φρίξο Τζιόβα, Τάσο Πορφύρη και
Στέφανο Σταμάτη.
|
Τάσος Πορφύρης |
Από
αυτούς, ο Τάσος Πορφύρης είναι πρωτίστως ποιητής αλλά πριν λίγο καιρό εξέδωσε
μία σημαντική συλλογή διηγημάτων3 ενώ από τους υπόλοιπους τρεις ο Τζάλλας είναι
αδικαιολόγητα αγνοημένος από την κριτική4 και ο Τζιόβας την έχει απασχολήσει
ελαφρώς μόνον ως προς το ποιητικό του έργο.5 Επίσης, όχι συστηματικά
αξιολογημένη είναι και η περίπτωση του προσφάτως εκλιπόντος Στέφανου Σταμάτη.6
Τα σχολιαζόμενα διηγήματα πρωτοδημοσιεύονται στις αρχές της δεκαετίας του ’60,7
με εξαίρεση το αντίστοιχο του Πορφύρη που εμφανίζεται για πρώτη φορά σε
ηπειρώτικο περιοδικό το 1995,8 εντάσσεται όμως αναμφίβολα στη θεματολογία και
στην ιδεολογική προοπτική της πεζογραφίας κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945 – 1967).
Στα τέσσερα διηγήματα ο χώρος της Ηπείρου
προσδιορίζεται άμεσα με τη χρήση γνωστών και υπαρκτών τοπωνυμίων, όπως
Νεμέρτσκα, Γιάννινα, Λαψίστα και Μουργκάνα, με την αναφορά χαρακτηριστικών
τοποσήμων, για παράδειγμα η λίμνη – δηλαδή η λίμνη των Ιωαννίνων, ή ακόμη
έμμεσα αλλά εξίσου ευκρινώς, με σύμβολα που συνδηλώνουν απερίφραστα τον τόπο,
όπως το όνομα της βάρκας ενός ήρωα («Κυρά-Φροσύνη»).
Στο διήγημα «Η δοντάγρια» του Πορφύρη
παρουσιάζεται ένα επεισόδιο του ελληνοϊταλικού πολέμου στο Πωγώνι, όπου προς
στιγμή υπερβαίνεται η διάζευξη φίλος vs εχθρός και αναβλύζει η ανθρωπιά των
αμυνομένων. Κοντά στο χωριό του αφηγητή ανακαλύπτονται πολλά πτώματα Ιταλών
στρατιωτών, αποσοβείται η σκύλευσή τους από κάποιον επιτήδειο και όλοι οι
κάτοικοι ανεβαίνουν στο σημείο που κείτονται οι νεκροί εχθροί για να τους
θάψουν χωρίς κανέναν ηθικό δισταγμό. Το διήγημα κλείνει με τους ήχους ενός
πολυφωνικού μοιρολογιού για τον θάνατο που έτσι κι αλλιώς δεν έχει εθνικότητα.
Μέσα σ’ αυτό το αποτρόπαιο σκηνικό του πολέμου, η ιδιότητα του ανθρώπου
παραμένει αλώβητη και εκφράζεται με τον πλέον δυναμικό τρόπο από τη στάση των
απλών ορεσίβιων Ηπειρωτών, που απέναντι στην κοινή μοίρα του θανάτου
παραμερίζουν τις ιστορικές συνιστώσες και συμπεριφέρονται με ειλικρινή
συμπόνια.