Στις 5 Οκτωβρίου 1912 άρχισαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι που κράτησαν δέκα μήνες, με σκοπό την απελευθέρωση της Ηπείρου και της Μακεδονίας από τον οθωμανικό ζυγό.
Τα αντάρτικα σώματα που υπήρχαν στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο και ήταν σε συνεννόηση με την Ηπειρωτική Εταιρεία δυνάμωσαν τη δράση τους και συγκροτήθηκαν και άλλα. Αναφέρονται μεταξύ άλλων τα σώματα: του Μέμου στο βόρειο τμήμα του Κασιδιάρη από την ανατολική του πλευρά, των Λεοντόπουλου και Έξαρχου στη δυτική πλευρά του Κασιδιάρη, του Φουρτούνα στην περιοχή της Βάλτιστας (Χαραυγή) και Καστάνιανης, των Λιόλιου, Κολοβού και Πάντου στην ανατολική πλευρά της Μουργκάνας. Σκοπός των αντάρτικων ομάδων ήταν να απασχολούν τον τουρκικό στρατό στα μετόπισθεν για να διευκολύνουν τον Ελληνικό Στρατό κατά τη διάρκεια του Πολέμου για την απελευθέρωση της Ηπείρου.
Στις 7 Οκτωβρίου 1912 ο καπετάν Κρομμύδας (συνωμοτικό ψευδώνυμο του δασκάλου Σπύρου Μήτση από την Ιερομνήμη) με την ομάδα του, που αποτελείτο από 40 ένοπλους άνδρες, έκαψε το κοτσέκι (αποθήκη αγροτικών προϊόντων που συνέλεγαν ως φόρους οι Οθωμανοί) και το καρακόλι (αστυνομικό σταθμό) της Πογδόριανης και άλλα 15 κοτσέκια της περιοχής.
Η Πογδόριανη εκείνη την εποχή ήταν τσιφλίκι του Αχμέτ Εγιούπ Πασά και περιελάμβανε τις σημερινές κοινότητες Παρακαλάμου, Ρεπετίστας, Μαυρονόρους και Αρετής, που όλες μαζί είχαν έκταση 37 χιλιάδων στρεμμάτων. Γι’ αυτό και το κοτσέκι της Πογδόριανης ως το πιο μεγάλο της περιοχής είχε δίπλα του και καρακόλι, ήταν ο κυριότερος στόχος του Κρομμύδα.
Μαζί με τα κτίρια του κοτσεκιού κάηκαν και όλα τα αγροτικά προϊόντα που ήταν μέσα σ’ αυτό: σιτάρια, κριθάρια, καλαμπόκια, όσπρια, καρύδια κ.α. Ότι απέμεινε άκαγο ή μισοκαμένο το πήραν οι κάτοικοι του χωριού.
Ο Σούμπασης (αντιπρόσωπος του οθωμανικού Δημοσίου ή των τσιφλικάδων) Ιμπραήμ εφέντης και οι άλλοι Τούρκοι, φύλακες, φρουροί και υπάλληλοι του κοτσεκιού, είχαν πάει στα Γιάννινα μαζί με τους αστυνομικούς του καρακολιού.
Τα αντάρτικα σώματα που υπήρχαν στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο και ήταν σε συνεννόηση με την Ηπειρωτική Εταιρεία δυνάμωσαν τη δράση τους και συγκροτήθηκαν και άλλα. Αναφέρονται μεταξύ άλλων τα σώματα: του Μέμου στο βόρειο τμήμα του Κασιδιάρη από την ανατολική του πλευρά, των Λεοντόπουλου και Έξαρχου στη δυτική πλευρά του Κασιδιάρη, του Φουρτούνα στην περιοχή της Βάλτιστας (Χαραυγή) και Καστάνιανης, των Λιόλιου, Κολοβού και Πάντου στην ανατολική πλευρά της Μουργκάνας. Σκοπός των αντάρτικων ομάδων ήταν να απασχολούν τον τουρκικό στρατό στα μετόπισθεν για να διευκολύνουν τον Ελληνικό Στρατό κατά τη διάρκεια του Πολέμου για την απελευθέρωση της Ηπείρου.
Στις 7 Οκτωβρίου 1912 ο καπετάν Κρομμύδας (συνωμοτικό ψευδώνυμο του δασκάλου Σπύρου Μήτση από την Ιερομνήμη) με την ομάδα του, που αποτελείτο από 40 ένοπλους άνδρες, έκαψε το κοτσέκι (αποθήκη αγροτικών προϊόντων που συνέλεγαν ως φόρους οι Οθωμανοί) και το καρακόλι (αστυνομικό σταθμό) της Πογδόριανης και άλλα 15 κοτσέκια της περιοχής.
Η Πογδόριανη εκείνη την εποχή ήταν τσιφλίκι του Αχμέτ Εγιούπ Πασά και περιελάμβανε τις σημερινές κοινότητες Παρακαλάμου, Ρεπετίστας, Μαυρονόρους και Αρετής, που όλες μαζί είχαν έκταση 37 χιλιάδων στρεμμάτων. Γι’ αυτό και το κοτσέκι της Πογδόριανης ως το πιο μεγάλο της περιοχής είχε δίπλα του και καρακόλι, ήταν ο κυριότερος στόχος του Κρομμύδα.
Μαζί με τα κτίρια του κοτσεκιού κάηκαν και όλα τα αγροτικά προϊόντα που ήταν μέσα σ’ αυτό: σιτάρια, κριθάρια, καλαμπόκια, όσπρια, καρύδια κ.α. Ότι απέμεινε άκαγο ή μισοκαμένο το πήραν οι κάτοικοι του χωριού.
Ο Σούμπασης (αντιπρόσωπος του οθωμανικού Δημοσίου ή των τσιφλικάδων) Ιμπραήμ εφέντης και οι άλλοι Τούρκοι, φύλακες, φρουροί και υπάλληλοι του κοτσεκιού, είχαν πάει στα Γιάννινα μαζί με τους αστυνομικούς του καρακολιού.