Το Σύνταγμα προβλέπει τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών στα τρία πρώτα κόμματα και με διαφορά τριών ημερών για κάθε διερευνητική εντολή.
Έντεκα κρίσιμες ημέρες χωρίζουν τις κάλπες της 6ης Μαΐου από τη σύγκληση της νέας Βουλής, που έχει ορισθεί για την 17η Μαΐου και μέσα σε αυτό το διάστημα θα κριθεί ο σχηματισμός της επόμενης κυβέρνησης.
Στην περίπτωση που ένα κόμμα συγκεντρώσει ποσοστό ψήφων τέτοιο, που να του εξασφαλίζει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 151 εδρών, οι εξελίξεις διευκολύνονται και τη Δευτέρα ο πρόεδρος του θα λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος νωρίς το πρωί της ίδιας ημέρας θα ενημερωθεί, κατ' έθιμο, για τη διάρθρωση της νέας Βουλής από τον πρόεδρο της απερχόμενης κοινοβουλευτικής σύνθεσης.
Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις, σύμφωνα με τις οποίες δύσκολα κάποιο κόμμα θα μπορέσει να κατακτήσει την αυτοδυναμία; Το Σύνταγμα προβλέπει τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών στα τρία πρώτα κόμματα και με διαφορά τριών ημερών για κάθε διερευνητική εντολή.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 37), πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Αν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγού του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος.
Κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες.
Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων σε σύσκεψη και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, επιδιώκει το σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής για τη διενέργεια εκλογών. Σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό κυβέρνησης, όσο το δυνατό ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές και διαλύει τη Βουλή.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο ή αν ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει εντολή σε αυτόν που προτείνει η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος. Η πρόταση για ανάθεση εντολής γίνεται σε τρεις ημέρες από την ημέρα που ο Πρόεδρος της Βουλής ή ο αναπληρωτής του ανακοινώνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη δύναμη των κομμάτων στη Βουλή.
Η ανακοίνωση αυτή γίνεται πριν από κάθε ανάθεση εντολής.
Στις διερευνητικές εντολές, αν κόμματα είναι ισοδύναμα σε βουλευτικές έδρες, προηγείται εκείνο που έλαβε τις περισσότερες ψήφους στις εκλογές. Νεοσχηματισμένο κόμμα με κοινοβουλευτική ομάδα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής, έπεται του παλαιότερου με ίσο αριθμό εδρών. Στις δύο αυτές περιπτώσεις δεν παρέχονται διερευνητικές εντολές σε περισσότερα από τέσσερα κόμματα.
Ανεξάρτητα από τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, την 17η Μαΐου 2012 θα πρέπει να συγκληθεί η Βουλή που θα προκύψει μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, όπως ορίζει το Προεδρικό Διάταγμα για τη διάλυση της Βουλής, την προκήρυξη εκλογών και τη σύγκληση της νέας Βουλής που υπογράφηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια και θυροκολλήθηκε στις 11 Απριλίου 2012. Αμέσως μόλις κηρυχθεί η έναρξη των εργασιών της πρώτης συνεδρίασης της Βουλής, ο προσωρινός πρόεδρος ανακοινώνει στη Βουλή τον κατάλογο των βουλευτών που ανακηρύχθηκαν σύμφωνα με το νόμο και τους καλεί να δώσουν το νενομισμένο όρκο (άρθρο 3 του Κανονισμού της Βουλής).